Τα αρώματα είναι δημοφιλή δώρα Χριστουγέννων. Πολλές φορές προέρχονται από τα εργαστήρια χημείας, άλλες φορές από την ίδια τη φύση.
Όσοι θέλουν να επενδύσουν στο χώρο της αρωματοποιίας θα πρέπει να βρουν το σωστό άρωμα.
Τα περισσότερα αρώματα στο πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική τους ένταση.
Υπάρχουν περίπου 5.000 πρώτες ύλες που μπορούν οι αρωματοποιοί να χρησιμοποιήσουν στα αρώματά τους. Από τις πρώτες ύλες της φύσης, όπως το αιθέριο έλαιο πορτοκαλιού και του σανταλόξυλου μέχρι τις χημικές αρωματικές ουσίες που μπορεί να θυμίζουν περισσότερο πρατήριο βενζίνης ή φαρμακείο.
Η αγορά αρωμάτων είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, οι εταιρείες τζιράρουν κάθε χρόνο περισσότερα από 51 δισ. ευρώ από αρώματα και καλλυντικά με τα γερμανικά αρωματοπωλεία να κάνουν το ένα πέμπτο του τζίρου τους κατά την περίοδο των Χριστουγέννων.
Πλέον η προώθηση των αρωμάτων από διάσημους όπως την Lady Gaga ή τον Τζέιμς Μποντ δεν φτάνει για να ενισχυθούν οι πωλήσεις ενός προϊόντος.
«Υπάρχουν πάρα πολλά αρώματα, τα οποία διαφημίζονται πολύ έντονα», λέει ο Frank Schnitzler, ο οποίος εργάζεται στο Ντίσελντορφ ως σύμβουλος για τη βιομηχανία αρωμάτων και καλλυντικώΝ.
Οι πελάτες αναζητούν περισσότερο ποιοτικά αρώματα με φυσικά συστατικά.
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, επειδή τα αιθέρια έλαια για την αρωματοποιία μπορεί να φτάσουν την τιμή του χρυσού και οι ποσότητες δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση, η βιομηχανία των αρωμάτων ολοένα και περισσότερο στρέφεται στα συνθετικά αρώματα.
Το αποτέλεσμα: άρωμα που μυρίζει λεβάντα να προέρχεται από το χημικό εργαστήριο και όχι από τη φύση.
Τι είναι πίσω από την ετικέτα
Σύμφωνα με στοιχεία του Euromonitor, μέχρι το 2020, κυρίως οι πωλήσεις των πολυτελών αρωμάτων θα αυξάνονται κατά 4,4% ετησίως.
Η αύξηση αυτή θα προέλθει κυρίως από την ασιατική αγορά ως αντιστάθμισμα στην στασιμότητα που εμφανίζει η αγορά της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Για να δημιουργηθούν νέα αρώματα, μερικοί οίκοι πολυτελείας, όπως ο Ερμές, χρησιμοποιούν δικούς τους αρωματοποιούς για να μπορέσουν να αντέξουν οικονομικά στον ανταγωνισμό.
Παγκοσμίως, υπάρχουν μόνο 600 αρωματοποιοί, οι περισσότεροι από αυτούς εργάζονται σε εταιρείες χημικών προϊόντων με την IFF και την Symrise να απασχολεί περίπου το 10% αυτών.
Έτσι συχνά στην παραγωγή ενός νέου αρώματος εμπλέκονται πολλά μέρη.
Η εταιρεία που θέλει να λανσάρει στην αγορά το άρωμα κάτω από τη δική της ετικέτα, η εταιρεία που εμπορεύεται το άρωμα και η εταιρεία που συνθέτει και παράγει το άρωμα.
Ο δρόμος μέχρι το τελικό άρωμα ξεκινάει και ακολουθεί μία πορεία διαφορετική, όπως για παράδειγμα ο κορυφαίος αρωματοποιός Carlos Bena που εργάζεται στην Dufthersteller IFF και ανέπτυξε εκεί για λογαριασμό του οίκου Armani ένα νέο άρωμα, το οποίο όμως στη συνέχεια κυκλοφόρησε από τη L'Oréal.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)