Η σοσιαλδημοκρατία έχασε τον τελευταίο εκπρόσωπό της στην Ευρώπη, τον Ματέο Ρέντσι. Η άνοδος των ξενοφοβικών κομμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο εξηγεί εν μέρει την κατάρρευση της αριστεράς, αλλά όχι μόνο: οι σοσιαλιστές πληρώνουν τους φιλελεύθερους συμβιβασμούς τους.
Ο Ρέντσι έπαιξε και έχασε. Μετά την ήττα του στο ιταλικό δημοψήφισμα, η Ευρώπη χάνει τον πιο νέο εκπρόσωπό της, ο οποίος είχε εκλεγεί τον Φεβρουάριο του 2014. Και ήταν ο τελευταίος σοσιαλιστής ηγέτης με πολιτικό βάρος, μετά την αναγγελθείσα αποχώρηση του Φρανσουά Ολάντ από την πολιτική. Χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει το μέλλον του Ρέντσι, η ήττα του είναι απόδειξη ότι η σοσιαλ-δημοκρατία με φιλελεύθερη κατεύθυνση βρίσκεται σε παρατεταμένη υποχώρηση και επιθανάτια αγωνία στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
«Μετά την αποχώρηση του Φρανσουά Ολάντ, η ήττα Ρέντσι είναι το κύκνειο άσμα του σοσιαλ-φιλελευθερισμού στην Ευρώπη» δήλωσε ο Fabien Escalona, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Λυόν.
Η υποψηφιότητα του σοσιαλιστή Μανουέλ Βαλς για την γαλλική προεδρία δεν προχωράει στις δημοσκοπήσεις και αποδεικνύει μια γενικευμένη αδυναμία. Τα ποσοστά του του γαλλικού Σοσιαλιστικού κόμματος δείχνουν ότι βρίσκεται σε δρόμο «ΠΑΣΟΚοποίησης», γράφει η Liberation, στις 6 Δεκεμβρίου. «Η Ελλάδα, πράγματι, η οποία υπήρξε κάποτε το λίκνο της δημοκρατίας, μοιάζει τα τελευταία χρόνια σαν ένα είδος πρεμιέρας στην αποσύνθεση της ευρωπαϊκής σοσιαλ-δημοκρατίας», γράφει ο γαλλικός τύπος.
Οσο μεγαλώνει το ξενοφοβικό κύμα στην Ευρώπη, τόσο οπισθοχωρεί η σοσιαλ-δημοκρατίας, κυρίως. Τα μεγάλα θέματα είναι η λαϊκή ψήφος, η κοινωνική προστασία και η εθνική κυριαρχία. Ολα αυτά συνδιάζονται με αγωνίες εναντίον των ελίτ, εναντίον του «συστήματος», εναντίον των «οικογενειών», ακόμη και εναντίον των μουσουλμάνων.
«Ο Ρέντσι πλήρωσε την υποταγή του στις εντολές της Ευρώπης του Μάαστριχτ», υπογραμμίζει ο αναλυτής Gaël Brustier, στην Liberation. Ο ιταλός πρωθυπουργός πλήρωσε επίσης «την τυφλή και υπερβολική υποστήριξή του» στην οικονομική συμφωνία Ευρώπης και ΗΠΑ (Tafta), σύμφωνα με τους αναλυτές. Γιατί πίσω από την υποταγή στην κυριαρχία των ελεύθερων συναλλαγών με αγγλοσαξωνική σάλτσα και ευρωπαϊκά κριτήρια, υπάρχει ο εφιάλτης της λιτότητας και όχι της οικονομικής χαλάρωσης, η αύξηση των ανισοτήτων και όχι η αναδιανομή του πλούτου που δημιουργείται. «Οι σοσιαλ-δημοκράτες αντιμετωπίζουν μια μείζονα αντίφαση. Δέχονται να παίξουν το παιχνίδι της νεο-φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι θα κάνουν κοινωνική πολιτική. Αλλά αυτή ακριβώς η θέση είναι που παράγει ανισότητες», δηλώνει ο καθηγητής Escalona.
Επομένως, αυτή η απογοήτευση στο τέλος μεταμορφώνεται σε θυμό. «Είναι σαν τις πολιτικές πριν την κρίση, οι οποίες αρνούνταν να δουν την πραγματικότητα, σαν αυτό που έκανε η Χίλαρι Κλίντον», δηλώνει ο Gaël Brustier.
Θορυβώδης ρήξη
Ο βρετανός Εργατικός Ed Miliband ή ο Ισπανός Pedro Sánchez, ο οποίος είχε εμφανιστεί σαν το ανερχόμενο αστέρι του ισπανικού Σοσιαλιστικού κόμματος (PSOE), έχουν ήδη γνωρίσει τη πικρή εμπειρία της απώλειας των ψηφοφόρων. Βέβαια, τα ίδια έπαθε και ο συντηρητικός Ντέιβιντ Κάμερον με το δημοψήφισμα για το Brexit.
Η ευρωπαϊκή ένωση και η ευρωζώνη όπως λειτουργούν σήμερα, αδυνατίζουν τις κυβερνήσεις. Στην Ιταλία ο Ρέντσι έπεσε κυρίως θύμα της εικόνας του μεταρρυθιστή που είχε πλασάρει, του πολιτικού δηλαδή που είχε υποσχεθεί να γκρεμίσει τις ευρωπαϊκές ισορροπίες και δεν κατάφερε να το κάνει. Επειδή δεν ήρθε σε ρήξη με το Βερολίνο τον Μάιο του 2012, όταν εξελέγη, ενώ είχε υποσχεθεί να το κάνει, και ο Φρανσουά Ολάντ υπέστη την σταδιακή κατάρρευση αυτού που αποκαλείται «χλιαρός σοσιαλισμός».
Οι σοσιαλιστές πληρώνουν, συνεπώς, την άρνησή τους να κάνουν ηχηρές ρήξεις, προτιμούν τους συμβιβασμούς και τον κοινωνικό διάλογο. Αυτό είναι μεν η δύναμή τους, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι και η αδυναμία τους σε μια εποχή που οι άνθρωποι προτιμούν τον δυνατό πολιτικό λόγο ή ακόμη και τον απλοϊκό.
Μεγάλη Βρετανία: Ο Κόρμπιν μόνος εναντίον όλων
Το Εργατικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας έχει ηγέτη τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Αλλά όλοι συνομολογούν ότι δεν έχει στρατηγική, δεν έχει καθαρή πολιτική γραμμή και έχει ελάχιστες ελπίδες να κερδίσει σύντομα τις εκλογές. Το Εργατικό κόμμα βρίσκεται από 10-20 μονάδες πίσω από τους Συντηρητικούς και πάνω από το 68% των Βρετανών εκτιμούν ότι ο Κόρμπιν δεν έχει τη ραχοκοκαλιά να γίνει πρωθυπουργός.
Ο ίδιος ο Κόρμπιν πιστεύει ότι η ηγεσία του δεν είναι θέμα προσωπικής πολιτικής, αλλά κοινωνικού κινήματος. Το περασμένο Σάββατο, στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού κόμματος στην Πράγα, ζήτησε οι σοσιαλιστές να πάνε ακόμη πιο αριστερά. «Δεν υπάρχει περίπτωση να εγκαταλείψουμε τις σοσιαλιστικές μας αρχές γιατί κάποιοι μας λένε ότι έτσι δεν κερδίζονται εκλογές», δήλωσε ο Κόρμπιν.
Με άλλα λόγια, για τον Κόρμπιν, η κεντροαριστερά είναι παγίδα και μόνο η στροφή πιο αριστερά είναι η λύση για να πολεμηθεί η ακροδεξιά και ο λαϊκισμός. Ο ίδιος δεν αναγνωρίζει ότι ο πολιτικός του λόγος είναι πιο λαϊκιστικός από αυτόν που υποτίθεται ότι θέλει να πολεμήσει.
Η πρόσφατη εκλογή στο Ρίτσμοντ, την περασμένη Πέμπτη, στα νοτιο-δυτικά του Λονδίνου, ήταν μια απόλυτη αποτυχία για τον Κόρμπιν. Το Εργατικό κόμμα πήρε την τρίτη θέση. Αλλά και κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Brexit, η έλλειψη καθαρής θέσης έφερε σύγχιση στους ψηφοφόρους του. Η Σκωτία, παραδοσιακό κάστρο του Εργατικού κόμματος, χάθηκε και την κέρδισε το Scottish National Party. Επίσης, οι περιοχές στα βορειο-ανατολικά της Αγγλίας, καρδιά των Εργατικών, προτίμησαν να ψηφίσουν το ξενόφοβο Ukip του Φάρατζ.
Οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι και τα στελέχη του Εργατικού κόμματος έχουν αρχίσει να απελπίζονται. Ορισμένοι το έχουν πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να κερδίσουν τις εκλογές του 2020. Αλλά όταν ο πρώην πρωθυπουργός των Εργατικών Τόνι Μπλερ ανακοίνωσε ότι θα δημιουργήσει έναν όμιλο για να μαζέψει τους χαμένους κεντρώους, όλοι γελάνε.
Γερμανία: Το SPD σέρνεται
Το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα SPD έχει 23% πρόθεση ψήφου, οι Πράσινοι παίρνουν περίπου 10-13% στην πρόθεση ψήφου και ετοιμάζονται για συνεργασία με την δεξιά, το νεο-κομμουνιστικό κόμμα Die Linke έχει κολλήσει στο 10%. Η γερμανική αριστερά δυσκολεύεται να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην Ανγκελα Μέρκελ, της οποίας η δημοτικότητα δεν έχει υποστεί κανένα πλήγμα, παρά την πολεμική εναντίον της για το προσφυγικό.
Το χειρότερο είναι ότι οι Σοσιαλιστές δεν κέρδισαν τίποτα από την συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, λες και οι δάφνες των μεταρρυθμίσεων που οι Σοσιαλιστές πρότειναν προορίζονταν μόνο για την καγκελάριο. Και πράγματι, το SPD είναι αυτό που επέβαλε στην Ανγκελα Μέρκελ τον κατώτατο μισθό, την μεταρρύθμιση στις συντάξεις και την ποσόστωση των γυναικών στις διευθυντικές θέσεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Ολες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, παρότι ήταν δημοφιλείς στους εργαζόμενους και στα συνδικάτα, δεν ωφέλησαν καθόλου τους σοσιαλ-δημοκράτες στις δημοσκοπήσεις.
Η αριστερά δεν έχει καμία ελπίδα να κερδίσει τις εκλογές του 2017, εκτός κι αν συνασπιστούν όλα τα κόμματα μαζί. Μια πρώτη απόπειρα κοκκινο-πράσινης συμμαχίας έγινε σε τοπικό επίπεδο. Αλλά παραμένει άπιαστο όνειρο σε εθνικό επίπεδο, τόσο βαθιές είναι οι αντιθέσεις μεταξύ SPD και Die Linke σε θέματα εξωτερικής πολιτικής: οι νεο-κομμουνιστές του Die Linke ζητούν την απόσυρση της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ και την προσέγγιση με τη Ρωσία. Μια τελευταία ελπίδα είναι η συμβιβαστική πολιτική του Φρανκ-Βάλτερ Σταινμάγερ, υπουργού Εξωτερικών του SPD, ο οποίος πιστεύει στην προσέγγιση με τον Πούτιν, και ο οποίος θα μπορούσε να βάλει τα δύο κόμματα να συνεργαστούν εκλογικά.
Πορτογαλία: Μια ένωση που αποδίδει
Στις 26 Νοεμβρίου 2017, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας είχε τα πρώτα της γενέθλια. Πολλοί αναλυτές δεν περίμεναν ότι θα αντέξει. Αλλά μετά τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2015 και την μικρή νίκη του συντηρητικού πρωθυπουργού Πέντρο Κοέλιο, ο σοσιαλιστής Αντόνιο Κόστα μπόρεσε να συγκεντρώσει γύρω του το σύνολο της Αριστεράς: το PS, το κομμουνιστικό κόμμα και το Μπλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σχημάτισαν μαζί του κυβέρνηση.
Αυτή η εμπειρία δεν είχε ποτέ δοκιμαστεί στο παρελθόν, στην Πορτογαλία, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974. Οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών έμοιαζαν αγεφύρωτες. Αυτό που τους έφερε κοντά είναι τα μέτρα σοκ που επιβλήθηκαν στην Πορτογαλία για να αποφύγει την πτώχευση: μείωση των δημοσίων υπαλλήλων, μείωση συντάξεων και δαπανών στην υγεία και την παιδεία.
Το έργο του Αντόνιο Κόστα διευκολύνθηκε και από τα ποσοστά: ο ίδιος πήρε 31,7% στις εκλογές, ενώ το Μπλοκ πήρε 9% και οι κομμουνιστές 7,3%. Τα δύο τελευταία κόμματα δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση: στηρίζουν τα νομοσχέδια, αλλά επικρίνουν κιόλας. Μέσα σε δέκα μήνες οι μισθοί αυξήθηκαν και η ανάπτυξη επέστρεψε. Η Πορτογαλία επανήλθε στις ράγες της σταθερότητας και ο πραγματικός της πολυ-αριστεράς μοιάζει έτοιμος να κρατήσει ως το τέλος της τετραετίας.
Ισπανία: Ενας γάμος λογικής
Η παγκόσμια έκρηξη της φούσκας των ακινήτων και η τραπεζική κρίση δημιούργησαν την καταιγίδα του 2009: η οικονομία κατέρρευσε, η ανεργία έφτασε το 26% και η σωτηρία των τραπεζών ανάγκασε τις δημόσιες δαπάνες να μειωθούν. Σοκαρισμένοι, οι ψηφοφόροι, στράφηκαν σε νέα κόμματα: οι Podemos στα αριστερά και οι Ciudadanos στην κεντροδεξιά πήραν ψήφους. Ο παραδοσιακός δικομματισμός της καθολικο-φιλελεύθερης δεξιάς του Λαϊκού Κόμματος (PP) και του σοσιαλιστικού PSOE τινάχτηκε στον αέρα.
Αλλά μετά τις εκλογές του 2015, η εμφάνιση των νέων κομμάτων κατέληξε σε ένα θεσμικό μπλοκάρισμα: κανένα κόμμα δεν μπορεί πλέον να κυβερνάει μόνο του, αλλά και κανένα κόμμα δεν ήθελε να συγκυβερνήσει. Μετά από δέκα μήνες αδιεξόδου δημιουργήθηκε τελικά κυβέρνηση Ραχόι, με την αποχή των Σοσιαλιστών. Ο ηγέτης των Σοσιαλιστών Pedro Sánchez, που ήταν αντίθετος στη δημιουργία δεξιάς κυβέρνησης παραιτήθηκε και άφησε πίσω του ένα κόμμα σε συντρίμμια.
Κεντρική Ευρώπη: η αριστερά είναι απούσα
Η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Κροατία (χώρες με προβλήματα στο προσφυγικό και οικονομικά προβλήματα) επέλεξαν ηγέτες που σηκώνουν ψηλά την σημαία της εθνικής κυριαρχίας, απορρίπτουν την πολυ-πολιτισμικότητα, αμφισβητούν κάποιες δημοκρατικές αξίες και σηκώνουν κεφάλι απέναντι στις Βρυξέλλες. Οι ευρωπαίοι εθνικιστές, οι οποίοι κερδίζουν έδαφος από εκλογή σε εκλογή, θαυμάζουν τον Βίκτορα Ορμπάν, τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας.
Ο Ορμπάν βρίσκεται στην εξουσία από το 2010 και καλλιεργεί ένα μοντέλο αυταρχικό, ξενοφοβικό. Δοξάζει την οικογένεια, την θρησκεία, τη γη, την αστυνομία και τον στρατό, ενώ ο Τύπος έχει φιμωθεί.
Το 2015 οι υπερσυντηρητικοί του Γιάροσλαβ Καζίνσκι επέστρεψε στην εξουσία. Εχει τον ίδιο πολιτικό λόγο: εναντίον των μεταναστών, έλεγχος στα μίντια.
Στις αρχές του 2016 και η Σλοβακία έκανε λαϊκιστική στροφή. Ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίκο (αν και είναι σοσιαλ-δημοκράτης) διατηρεί την εξουσία με συνθήματα κατά των μεταναστών και συγκυβερνάει με τους εξτρεμιστές του SNS.