Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει για την Ιταλία, επισημαίνουν οι Νew York Times σ' ένα editorial, όπου αναλύουν τις εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού συστήματος στη γείτονα, τις επιδιώξεις του Ματέο Ρέντσι και τις επιπτώσεις από την «άσοφη» απόφασή του να καταφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία για την αναθέωρηση του συντάγματος.
Την Κυριακή θα είναι η σειρά της Ιταλίας να διεξάγει μια απ' αυτές τις μοιραίες ψηφοφορίες -όπως το δημοψήφισμα της Βρετανίας για την αποχώρηση απ' την Ε.Ε.- που έχουν σπείρει το φόβο στις δυτικές δημοκρατίες. Σ' αυτή την περίπτωση ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι ζήτησε τη λαϊκή ετυμηγορία για συνταγματικές αλλαγές που θα προσδώσουν μεγαλύτερη σταθερότητα στην κυβέρνηση, αλλά και τη δύναμη να εφαρμόσει τις αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Ματέο Ρέντσι τον Φεβρουάριο του 2014 ήταν 39 ετών, ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας, γνωστός ως “Il Rottamatore”, «ο κατεδαφιστής», ο άνθρωπος που θα κλόνιζε συθέμελα το παραλυμένο πολιτικό κατεστημένο της Ιταλίας. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός του δημοψηφίσματος: να ανακαινίσει εκ βάθρων ένα πολιτικό σύστημα, που είδε να εναλλάσσονται 60 κυβερνήσεις σε διάστημα 70 χρόνων.
Η βασική μεταρρύθμιση που προβλέπεται στην προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση μειώνει αισθητά τις εξουσίες της Γερουσίας. Κι αυτό, σε συνδυασμό μ' ένα νέο νόμο που δίνει αξιοσημείωτη ισχύ στο κόμμα που κερδίζει την πλειοψηφία στη Βουλή, απέβλεπε στο να διευκολύνει την κυβέρνηση Ρέντσι να περάσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Αλλά τα δημοψηφίσματα, όπως έμαθαν κι οι Βρετανοί, έχουν την τάση να παίρνουν τη δική τους κατεύθυνση. Κι αυτό που φάνταζε ως σίγουρο «ναι», τώρα μοιάζει ως σχεδόν βέβαιο «όχι» μέσα στο κύμα της αντισυστημικής ψήφου – τραγική ειρωνεία εν προκειμένω για τον Ρέντσι, αφού οι μεταρρυθμίσεις του σ' αυτό ακριβώς αποσκοπούσαν, την ανατροπή του «συστήματος», του κατεστημένου.
Αν επικρατήσει το «όχι», ο Ιταλός πρωθυπουργός έχει ορκιστεί να παραιτηθεί – εξέλιξη που αρκετοί Ευρωπαίοι φοβούνται ότι θα πυροδοτήσει μια τραπεζική κρίση στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και θα ανοίξει το δρόμο στο λαϊκιστικό, ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα 5 Αστέρια. Αυτή η ανησυχία με τη σειρά της έκανε ορισμένους να ασκήσουν πιέσεις στον Ρέντσι να πάρει πίσω τη δέσμευσή του να παραιτηθεί -περιλαμβανομένου και του Ομπάμα που είπε τον Οκτώβριο ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός «πρέπει να μείνει για ένα διάστημα στα πράγματα ό,τι κι αν γίνει.»
Μια επικράτηση, ωστόσο, του «ναι» στο δημοψήφισμα θα δημιουργούσε όμως και σοβαρούς κινδύνους μακροπρόθεσμα. Αναμφίβολα το γεγονός ότι Γερουσία και Βουλή έχουν ίσες δυνατότητες να αποφασίζουν έχει οδηγήσει σε κάποιες περιπτώσεις σε παράλυση του νομοπαρασκευαστικού έργου, αλλά δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος για την έλλειψη μεταρρυθμίσεων ή τη συχνή εναλλαγή των κυβερνήσεων, που θυμίζει «περιστρεφόμενη πόρτα». Η κύρια αιτία έγκειται στη φύση του κατακερματισμένου ιταλικού πολιτικού σκηνικού και την αντίσταση στην αλλαγή, κι η συνταγματική αναθεώρηση δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό. Θα ενίσχυε, ωστόσο, την κυβερνητική εξουσία σ' έναν βαθμό πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ιταλίας.
Το μοναδικό διεθνώς σύστημα της Ιταλίας με γερουσία και βουλή να μοιράζονται ίσες δυνατότητες να αποφασίζουν σχεδιάστηκε για να ασκείται ένας επιπρόσθετος έλεγχος στην εκτελεστική εξουσία σε μια χώρα, όπου είχε κάποτε τα ηνία ο Μπενίτο Μουσολίνι και πρόσφατα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η ανατροπή αυτού του συστήματος μπορεί να διευκόλυνε τον Ρέντσι να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, αλλά κι έναν διαφορετικό ηγέτη στο μέλλον να πετύχει τα δικά του σχέδια. Το Κίνημα 5 Αστέρια του Μπέπε Γκρίλο, που θέλει να οργανώσει δημοψήφισμα για την έξοδο της χώρας απ' την ευρωζώνη, δεν απέχει και πολύ απ' το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι στις δημοσκοπήσεις.
Ο Ρέντσι δεν μπορεί τώρα να ανακαλέσει την άσοφη απόφασή του να πάει σε δημοψήφισμα, μια πολιτική παράκαμψη που συχνά γυρίζει μπούμερανγκ στον εμπνευστή της. Μπορεί όμως να μετριάσει κάποιες απ' τις αρνητικές επιπτώσεις ανακοινώνοντας ότι θα παραμείνει στο πόστο όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Μια τέτοια κίνηση θα καθησύχαζε τις αγορές και τους γείτονες της Ιταλίας και θα εξομάλυνε τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα που θα προκύψει απ' το δημοψήφισμα.