Την πρώτη της ανακοίνωση-απάντηση έδωσε η Ένωση Ανώτερων και Ανώτατων Δικαστών, καλώντας όλους τους συναδέλφους να εγγραφούν σε αυτή.
Με μία μακροσκελή ανακοίνωση, η προσωρινή διοίκηση απαντά ότι στόχος της ίδρυσης της νέας ένωσης δεν είναι η διάσπαση αλλά η διαχείριση όλων των θεμάτων που αγγίζουν τη δικαιοσύνη σε συνεργασία με τις άλλες ενώσεις, ώστε να διασφαλιστούν τα θεσμικά αιτήματά τους.
«Όχι μόνο δεν διακατεχόμαστε από πνεύμα ανταγωνισμού προς τις άλλες Δικαστικές Ενώσεις, αλλ’ αντίθετα διακατεχόμαστε από πνεύμα συνεργασίας και ενότητας προς όλες τις λοιπές Δικαστικές Ενώσεις και το αντίστοιχο αναμένουμε και από εκείνες" αναφέρει η προσωρινή διοίκηση, χαρακτηρίζοντας αδικαιολόγητη την σύγκρουσιακή τακτική που ακολουθεί η ΕΔΕ.
"Δεν κατανοούμε ούτε θα ακολουθήσουμε τη συγκρουσιακή τακτική ορισμένων συναδέλφων εναντίον της Ένωσής μας, η οποία είναι αδικαιολόγητη, καθώς και νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι ασκούμε το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά μας, για την ίδρυση επιστημονικού σωματείου - δικαστικής Ένωσης (άρθρα 12 και 89§5 του Συντάγματος και 78 επ. Α.Κ.). Άλλωστε, το ίδιο νόμιμα έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν και άλλες ομοειδείς Δικαστικές Ενώσεις, όπως π.χ. η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, χωρίς ουδόλως να τίθεται θέμα διάσπασης, αφού τα μέλη της τελευταίας, όπως και της δικής μας Ένωσης παραμένουν ως μέλη και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (επίσης ο Σύνδεσμος Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστικών Λειτουργών, που είχε ιδρυθεί το 1984 και έχει πλέον διαλυθεί εν τοις πράγμασι, λόγω μη υπάρξεως μελών του - Α.Κ. 104 εδ. β’)».
Στην ίδια ανακοίνωση, τα μέλη της νέας ένωσης αιτιολογούν γιατί προχώρησαν στην κίνηση αυτή, υποστηρίζοντας ότι στην υπάρχουσα δικαστική ένωση δεν εκπροσωπούνταν οι ανώτατοι δικαστές.
«Αιτία της ίδρυσής της Ένωσής μας αποτέλεσε, πέραν των άλλων, η παντελής έλλειψη εκπροσώπησης των Ανωτάτων Δικαστών στο Προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (σε αντίθεση με όλες τις άλλες Δικαστικές Ενώσεις, στις οποίες προΐσταται ως Πρόεδρος Ανώτατος Δικαστικός Λειτουργός, ανεξαρτήτως του αριθμού των ψήφων, που έλαβε προσωπικά καθώς και η μη προσήκουσα προβολή και προώθηση των ιδιαιτέρων θέσεων και αιτημάτων των Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστών και Εισαγγελέων».