Ανακοινώνοντας ότι θα είναι εκ νέου υποψήφια στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017, η Ανγκελα Μέρκελ βαδίζει στα χνάρια των ένδοξων χριστιανοδημοκρατών προκατόχων της.
Ο πρώτος καγκελάριος της ομοσπονδιακής Γερμανίας, ο Κόνραντ Αντενάουερ, κυβέρνησε 14 χρόνια (1949-1963) ενώ ο Χέλμουτ Κολ δεκαέξι (1982-1998). Ωστόσο, ο μεν πρώτος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία εξαιτίας της προχωρημένης ηλικίας του αλλά και πολιτικών διαφωνιών, ο δε δεύτερος υπέστη δεινή ήττα επιχειρώντας να διεκδικήσει μια ακόμη θητεία. Η Ανγκελα Μέρκελ επιθυμεί να ξορκίσει την κακοδαιμονία μιας τέταρτης συνεχόμενης θητείας στην καγκελαρία.
Αν εκλεγεί το 2017, θα μπορεί να καυχάται ότι κυβέρνησε επί 16 χρόνια. Ο μόνος που έσπασε αυτό το ρεκόρ ήταν ο Μπίσμαρκ, ο πρώτος καγκελάριος του Ράιχ (1971-1890).
Προς το παρόν, οι ενδείξεις είναι μάλλον ευνοϊκές για την Μέρκελ. Αν οι εκλογές γίνονταν την επόμενη Κυριακή, οι Χριστιανοδημοκράτες της CDU-CSU θα έπαιρναν 33% των ψήφων, 9 μονάδες μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), και πολύ μπροστά από τα άλλα κόμματα, το AfD, την Εναλλακτική για την Γερμανία (το λαϊκίστικο κόμμα παίρνει 13% των ψήφων), τους Πράσινους και την Ριζοσπαστική Αριστερά μεταξύ 11% και 12%, ενώ το Φιλελεύθερο κόμμα παίρνει 5%.
Η Ανγκελα Μέρκελ θα επανεκλεγεί πρόεδρος του CDU στο Συνέδριο του κόμματος που θα γίνει στο Εσσεν, στις αρχές Δεκεμβρίου και θα είναι προφανώς υποψήφια για την καγκελαρία.
Η κριτική δεν σταματά
Τους τελευταίους μήνες δέχτηκε σκληρή κριτική για την πολιτική της στο θέμα των προσφύγων της Μέσης Ανατολής. Η πλειοψηφία των Γερμανών πέρασε από μια φάση ενθουσιασμού απέναντι στους πρόσφυγες, το καλοκαίρι του 2015, και είχε στραφεί κατά της Μέρκελ την οποία κατηγορούσε ότι άνοιξε την πόρτα σε 1 εκατομμύριο μετανάστες. «Wir schaffen das» («Θα τα καταφέρουμε»), το σλόγκαν της Μέρκελ για τους πρόσφυγες, γύρισε εναντίον της.
Από τότε η καγκελάριος έβαλε το σλόγκαν κάτω από το χαλί. Η συμφωνία που υπεγράφη με την Τουρκία για τον έλεγχο των Σύρων και Ιρακινών προσφύγων, την οποία η Μέρκελ συνεχίζει να υπερασπίζεται, παρά τα προβλήματα με τον Ερντογάν, κατόρθωσε να φρενάρει το μεταναστευτικό κύμα. Οι φίλοι της από το κόμμα του CSU της Βαυαρίας ζητούν πάντα ένα «όριο» στον αριθμό των προσφύγων. Η Ανγκελα Μέρκελ αρνείται το όριο επί της αρχής, αλλά το εφορμόζει στην πράξη.
Η δημοτικότητά της έχει πολύ υποφέρει, αλλά ανεβαίνει ξανά. Τον Αύγουστο του 2016 βρισκόταν στο 42%, αλλά τον Νοέμβριο ανέβηκε πάλι στο 55%. Η ανάμνηση της απίστευτης ήττας του κόμματός της στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου φθινοπώρου, στο Mecklembourg, όπου το AfD ξεπέρασε τα ποσοστά του CDU, αλλά και η ήττα στο Βερολίνο, έσβησε. Το αίτημα για σταθερότητα ξεπερνάει την επιθυμία για ψήφο διαμαρτυρίας.
Ωστόσο, η κριτική παραμένει αιχμηρή. Το ίδιο της το κόμμα την επικρίνει λέγοντας ότι στη συνεργασία της με τους Σοσιαλιστές του SPD τράβηξε πολύ προς τα αριστερά. Την επικρίνουν, επίσης, ότι στη φιλοδοξία της να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή σε ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία με τους Πράσινους το παρατράβηξε με την οικολογία και τους φιλελεύθερους νόμους. Για να αντέξει τα χτυπήματα και να συνεχίσει να κυβερνά, η Ανγκελα Μέρκελ αναγκάστηκε να αποδεχθεί ότι ο επόμενος πρόεδρος της Γερμανίας θα είναι ένας Σοσιαλδημοκράτης, ο νυν υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Γουόλτερ Σταϊνμάγιερ.
Πολιτική στο κέντρο
Από άποψη τακτικισμού, η Μέρκελ εδώ και δέκα χρόνια τοποθετείται στο κέντρο. Αποδεκάτισε, σιγά σιγά όλους τους ανταγωνιστές της στο εσωτερικό του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Αναδείχτηκε ικανή να συγκυβερνήσει με κάθε τύπο κόμματος που θα κερδίσει τις προσεχείς εκλογές. Η ως τώρα συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές του SPD παρουσιάζει στα μάτια της το μειονέκτημα ότι έχει μικρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δίνει αέρα στα πανιά των λαϊκίστικων κομμάτων. Ενα πρώην στέλεχος του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος έκανε πρόσφατα λόγο για επερχόμενη κυβερνητική συνεργασία «Τζαμαϊκανικού τύπου», γιατί θα είχε τα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικα: μαύρο για το CDU, πράσινο για τους Οικολόγους και κίτρινο για τους Φιλελεύθερους.
Σύμφωνα με τις δυνάμεις όπως δείχνουν οι ως τώρα δημοσκοπήσεις, ένας συνασπισμός της αριστεράς, μεταξύ του SPD, των Πράσινων και του αριστερού die Linke δεν θα είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αν υποθέσει κανείς ότι αυτοί οι τρεις πολιτικοί σχηματισμοί θα μπορούσαν ποτέ να αντιπαρέλθουν τις διαφορές τους.
Πόλος σταθερότητας
Ωστόσο, δεν είναι μόνο θέμα τακτικής. Σε μια απελπισμένη Ευρώπη, εν μέσω Brexit και της ανόδου των λαϊκιστών σε πολλές χώρες, με τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία να είναι μετέωρες, η γερμανίδα καγκελάριος παρουσιάζεται ως ένας πόλος σταθερότητας και ασφάλειας των δημοκρατικών αξιών. Η αύρα της ξεπερνάει ακόμη και τα ευρωπαϊκά σύνορα.
Κατά την τελευταία του επίσκεψη στο Βερολίνο ο Μπαράκ Ομπάμα την ενθρόνισε, κατά κάποιο τρόπο, στον ρόλο της Ηγερίας του Δυτικού Κόσμου. Μετά την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, το σκήπτρο έπεσε από τα χέρια του αμερικανού προέδρου. Αλλά η Γερμανία δεν είναι βέβαιο ότι θέλει το σκήπτρο, ενώ οι Γερμανοί, μετά την πρόσφατη ιστορική εμπειρία, είναι αμφίβολο αν θέλουν οποιασδήποτε μορφής ηγετική θέση.
Αλλά δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η Ανγκελα Μέρκελ, ανακοινώνοντας την πρόθεσή της να είναι για τέταρτη φορά υποψήφια καγκελάριος, ζύγισε πολύ τα λόγια της. «Σκέφτηκα πολύ. Μου παίρνει αρκετό χρόνο για να αποφασίσω», είπε και πρόσθεσε ότι η υπεράσπιση των αξιών και του τρόπου ζωής μας θα είναι στην καρδιά της προεκλογικής της εκστρατείας. «Θα εγγυηθώ την δημοκρατία, την ελευθερία, τον σεβασμό στο δίκαιο και την αξιοπρέπεια του καθενός, όποια κι αν είναι η καταγωγή του, το χρώμα του δέρματός του, η θρησκεία του, το φύλο του, η σεξουαλική του προτίμηση και οι πολιτικές του πεποιθήσεις».
Τα λόγια της ακούστηκαν ως αντίποδας των θέσεων του Ντόναλντ Τραμπ. Και το πρόγραμμά της εμφανίζεται ως υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου, σε μια ιστορική στιγμή που η έννοια βάλλεται εκ των έσω και έξωθεν.