Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εσωκομματικών εκλογών της γαλλικής Δεξιάς αποτέλεσαν ένα καλό νέο για το Κρεμλίνο.
Μετά το θετικό αποτέλεσμα που αποτέλεσαν για τη Ρωσία οι εκλογές στις ΗΠΑ, με την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, το βράδυ της περασμένης Κυριακής, το Κρεμλίνο ικανοποιήθηκε από την επικράτηση του Φρανσουά Φιγιόν στις εσωκομματικές εκλογές της γαλλικής Δεξιάς.
Η επικράτηση του Φιγιόν στον πρώτο γύρο που προμηνύει τη νίκη του στον δεύτερο γύρο καθώς και την πιθανή εκλογή του ως προέδρου της γαλλικής Δημοκρατίας το 2017, είναι ένα πραγματικά καλό νέο για το Κρεμλίνο. Πρόκειται για την νίκη ενός «φίλου της Ρωσίας».
Επί τέσσερα χρόνια, μεταξύ 2008 και 2012 ήταν «συνάδελφοι»: ο Φιγιόν πρωθυπουργός της Γαλλίας και ο Πούτιν πρωθυπουργός της Ρωσίας, όταν είχε αφήσει για λίγο την προεδρία στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Στον Φιγιόν άρεσε να συγχρωτίζεται με μια προσωπικότητα διεθνούς εμβέλειας, παρά το γεγονός ότι ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί δεν του άφηνε και πολύ χώρο για να αναπτύξει πιο στενές σχέσεις με τον ισχυρό άνδρα του Κρεμλίνου.
Στις επαφές που είχε, ωστόσο, με την ρωσική ηγεσία, ο Φρανσουά Φιγιόν έπαιζε τον ρόλο του «κληρονόμου του ντε Γκολ»: πρέπει η Γαλλία να μιλάει με τη Ρωσία για να δείξει την ανεξαρτησία της απέναντι στην Αμερική. Εκείνη την εποχή ο Φιγιόν επέκρινε έμμεσα τον Ολάντ και τον Σαρκοζί ότι βρίσκονταν στην απόλυτη γραμμή των ΗΠΑ και ότι είχαν εχθρικές διαθέσεις για τη Μόσχα, είτε στην ουκρανική κρίση είτε στον πόλεμο της Συρίας.
Η βασική αρχή του Φρανσουά Φιγιόν είναι η ακόλουθη: πρέπει να διατηρούμε καλές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία έχει μια εξωτερική πολιτική δυναμική και σαφή, χωρίς να μας ενδιαφέρει η εσωτερική της πολιτική. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν, για τον Φιγιόν, κεφάλαιο της διπλωματίας. Τα επιχειρήματά του είναι τα εξής: η Ρωσία βρίσκεται στον δρόμο της δημοκρατίας, και σε κάθε περίπτωση πρέπει να συνεργαζόμαστε και με τον διάβολο αν έχουμε κοινά συμφέροντα.
Γνωρίζω τα μειονεκτήματα του Βλαντιμίρ Πούτιν, αναγνωρίζει ο Φρανσουά Φιγιόν, «αλλά από την άποψη της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος έχει γίνει πρόοδος». Και προσθέτει: «Οταν θέλαμε να πολεμήσουμε τον ναζισμό δεν είχαμε πρόβλημα να συμμαχήσουμε με τον Στάλιν».
Ο Φρανσουά Φιγιόν είναι πεπεισμένος ότι αρκούσε να κάνει κάποιος διάλογο με τον Ρώσο πρόεδρο ώστε να λειανθούν ή και να εξαφανιστούν οι διαφορές στην κρίση της Κριμαίας. Στην ανάλυσή του αγνοεί, ωστόσο, ότι στην περίπτωση της ουκρανικής κρίσης, το 2014, τόσο ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ όσο και η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Ολάντ και η Μέρκελ ήταν αυτοί που συνήψαν τη Συμφωνία του Μινσκ, η οποία παραμένει, μέχρι νεοτέρας, η μοναδική λύση στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Η κριτική του Φιγιόν απέναντι στις ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται επηρεασμένη από τις αμφιβολίες που τρέφουν παραδοσιακά οι γκολικοί απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φιγιόν έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί υπέρ της άρσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, τις οποίες αποφάσισαν οι ευρωπαίοι μετά την προσάρτιση της Κριμαίας, τον Μάρτιο του 2014. Ο Φιγιόν πιστεύει ότι η Κριμαία και ο πληθυσμός της, στην πλειοψηφία τους Τάταροι, δεν ζυγίζουν πολύ βαριά σε σχέση με τα στρατηγικά συμφέροντα που μοιράζονται η Γαλλία και η Ρωσία στη Μέση Ανατολή, στη μάχη κατά του ισλαμικού κράτους.
Και πράγματι, με αφορμή τη Συρία ο Φρανσουά Φιγιόν εξέφρασε τη βασική του διαφωνία με την επίσημη πολιτική της Γαλλίας. Επέκρινε την ίδια τη χώρα του, έχοντας στο πλευρό του τον Πούτιν, μέσα στη Μόσχα, πράγμα που δεν συνηθίζεται για πολιτικούς που κάνουν δηλώσεις από το εξωτερικό, ακόμη κι αν βρίσκονται στην αντιπολίτευση.