Εκτενώς μίλησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος για την ανάγκη συγκρότησης του «δημοκρατικού ευρωπαϊκού χώρου» στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Παγουλάτου «Το νησί που φεύγει, 121+1 κείμενα για την κρίση», μαζί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Σταύρο Θεοδωράκη και τον Χρήστο Χωμενίδη.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του.
Φίλες και φίλοι,
συμφωνώ με τον Σταύρο Θεοδωράκη πως η σημερινή εκδήλωση θα μπορούσε να εξελιχθεί, εκ των πραγμάτων ,σε ένα πρώτο πολιτικό μνημόσυνο για τον Κωστή Στεφανόπουλο. Και θα το οργανώσουμε εκ των ενόντων, συλλογικά, το μνημόσυνο αυτό, εάν συμφωνήσουμε σε τρεις προϋποθέσεις: στην ανάγκη να είναι κανείς πολιτικά ηττημένος, προσωπικά μελαγχολικός και εθνικά αισιόδοξος, για να καταστεί Κωστής Στεφανόπουλος. Να προσέλθει ώριμος και σοφός στην άσκηση του ανωτάτου πολιτειακού αξιώματος να παρατηρεί τα ανθρώπινα πράγματα με στωικό τρόπο και βαθιά κατανόηση, και να αγωνίζεται να πείσει ένα έθνος για την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια του πολλές φορές σε πείσμα της κοινωνίας του. Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο Κωστής Στεφανόπουλος που είχα την τύχη να τον ζήσω από πολύ κοντά ως υπουργός σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της προεδρικής του θητείας.
Ο Γιώργος Παγουλάτος, διανοούμενος, χειριστής του δημοσίου λόγου, ακαδημαϊκός δάσκαλος, ερευνητής με διεθνή καταξίωση είχε και έχει όλες τις προϋποθέσεις να λειτουργεί ως σχολιαστής των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων μας, του ελληνικού ζητήματος. Επιπλέον όμως απέκτησε και την ιδιότητα του κρατικού λειτουργού, υπηρετώντας ως σύμβουλος στρατηγικής κοντά στον Λουκά Παπαδήμο και στη συνέχεια στην υπηρεσιακή κυβέρνηση, την υποδειγματική, του Παναγιώτη Πικραμμένου.
Έχει ζήσει τα πράγματα και από μέσα και από έξω. Και αυτό του επιτρέπει τώρα να συνθέτει τα κείμενα του της περιόδου 2007 έως και 2015, αλλά όχι τα κείμενα του 2016, προσφέροντας και σε μας και στον εαυτό του μια ευκαιρία αναστοχασμού. Διότι όταν τα κείμενα αυτά που είναι κατά την ωραία έκφραση του Γ.Π. Σαββίδη, ένα «εφήμερο σπέρμα», τα συνθέτεις υπό τη μορφή βιβλίου, είσαι υποχρεωμένος να τα ξανασκεφτείς, και να δεις αν αυτά που είπες διατηρούν κάποια αξία, αν διατηρούν μια αξία πέραν της επικαιρότητας της στιγμής που τα έγραψες και τα δημοσίευσες. Και νομίζω ότι αυτή είναι κατά βάθος και η επιτυχία του βιβλίου. Ότι ως αναστοχαστική άσκηση έχει νόημα και έχει αποτέλεσμα.
Λέει ο Γιώργος Παγουλάτος ότι έχουμε ανάγκη από ένα κοινό αφήγημα και από μια συλλογική αυτοσυνειδησία για την κρίση. Αυτό όμως μακάρι να μπορούσαμε να το αποκτήσουμε. Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι δευτερογενώς οικονομικό. Το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτογενώς κοινωνικό και πολιτικό. Έχουμε μια κοινωνία που ανθίσταται. Μια κοινωνία που ζητάει την αλήθεια και μετά ψηφίζει με άνεση και κατ’ επανάληψη το πιο ωμό και απλοϊκό ψέμα.
Μια κοινωνία που καταλαβαίνει ότι χωρίς ριζικές αλλαγές δεν μπορεί να βρει τις ευκαιρίες που έχει ανάγκη, αλλά δεν υιοθετεί το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα γιατί περιμένει να της εγγυηθείς κάτι παραπάνω από το αυτονόητο. Και να το εγγυηθείς αυτό σε ατομική βάση.
Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τον πολιτικό μας λόγο τώρα. Τώρα που πρέπει να περάσουμε σε μια «μετα-μνημονιακή» εποχή και είναι μεγάλο στοίχημα αν θα μπορέσουμε να την καταστήσουμε και «μετα-λαϊκιστική» γιατί τα επτά χρόνια που πέρασαν, επτά χρόνια πάρα πολύ δύσκολα, ήταν και επτά χρόνια που ανέδειξαν την αμφιθυμία που υπάρχει και εκδηλώνεται με πάρα πολλούς τρόπους, ακόμα και σε εκείνο το μειοψηφικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας που έχει συνείδηση των προβλημάτων και της σημασίας να υιοθετήσεις το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα.
Δυστυχώς οι διαιρέσεις του εξ υφαρπαγής δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, το 60 – 40, δεν είναι διαιρέσεις επιπόλαιες, συγκυριακές και φευγαλέες. Αποτυπώνουν βαθύτερες καταστάσεις και αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας και θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια να διαμορφώσεις τώρα της κοινωνικές προϋποθέσεις μια μετα-μνημονιακής στρατηγικής. Γιατί χωρίς της κοινωνικές προϋποθέσεις στην πραγματικότητα δεν θα διαμορφώσεις ούτε τις πολιτικές προϋποθέσεις. Να αναλάβεις τα προβλήματα εν εξελίξει, με τους κινδύνους να είναι όλοι ανοιχτοί, γιατί δεν έχουμε τελειώσει καθόλου, ούτε καν με το τρίτο μνημόνιο. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση των συζητήσεων με το ΔΝΤ για το μνημόνιο τρία plus. Για το τρίτο μνημόνιο μεταξύ ελληνικής δημοκρατίας και ΔΝΤ, γιατί ποτέ το τρίτο πρόγραμμα δεν απέκτησε και τα δύο σκέλη του, και το ευρωπαϊκό και το σκέλος του ΔΝΤ.
Κι είναι δυστυχώς αναπόφευκτο και το τέταρτο μνημόνιο, όχι με τη μορφή δανείου, αλλά με τη μορφή σκληρών, εξωγενών όρων, ακόμη κι αν αυτοί οι όροι συνδέονται μόνο με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και μόνο με τις παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που μακάρι να έρθουν – έχουν καθυστερήσει. Αλλά όταν θα έρθουν με τη μορφή βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων θα δούμε ότι είναι κάτι πολύ λίγο, κάτι λιγότερο από το 10% της κολοσσιαίας παρέμβασης που έγινε με ονομαστικούς όρους και όρους παρούσης αξίας στο ελληνικό δημόσιο χρέος το 2012.
Άρα ο,τιδήποτε συζητάμε τώρα, είτε αυτό αφορά το μέλλον είτε αφορά την αξιολόγηση του πρόσφατου παρελθόντος, των τελευταίων επτά ετών δηλαδή, εξαρτάται από την κοινωνία και τις επιλογές της.
Στο ερώτημα αν έχουμε προοπτική την απάντηση θα την δώσει ο ελληνικός λαός. Και η απάντηση δεν είναι η απάντηση η εύκολη. Διότι η κοινωνία έχει αποσαρθρωθεί, αλλά ακόμη κι αν είχε διατηρήσει την ακεραιότητά της, θα ήταν μια κοινωνία που κινδύνευε να κάνει επιλογές ταυτότητας βαθιά επικίνδυνες.
Στις ΗΠΑ η μεσαία τάξη είναι αυτή που έκανε την απροσδόκητη για μας τους ευρωπαίους επιλογή. Δεν την έκαναν τα στρώματα τα εκτός «λευκής» κοινωνίας τα οποία είναι στο περιθώριο, εκτός του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και εκτός των δομών της επίσημης οικονομίας.
Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να δούμε πώς θα πορευθούμε τώρα.
Για να πορευθούμε τώρα καλό είναι να θυμηθούμε κάποια πράγματα, και αυτό κάνει ο Γιώργος Παγουλάτος με το βιβλίο του.
Η διετία 2007 -2009, για να μην πω η περίοδος των πεντέμιση ετών από το 2004 έως το 2009, ήταν η περίοδος μιας χώρας χωρίς επίγνωση. Ακόμη κι όταν όλος ο κόσμος ζούσε την κρίση, με την Lehman Brothers, με τη Σύνοδο Κορυφής των G20 στο Λονδίνο και τις προτάσεις του Gordon Brown για τους νέους θεσμούς παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης που έμειναν στη συνέχεια μια ξεχασμένη διακήρυξη των 20 πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου. Τότε κάποιοι έλεγαν πως στην Ελλάδα είμαστε μια όαση. Ότι αρκεί το παράλληλο σύμπαν των παρεμβάσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με 28 δις ενίσχυσης στις τράπεζες που δεν θα επιβαρύνουν ούτε το δημοσιονομικό έλλειμμα ούτε το δημόσιο χρέος.
Και στη συνέχεια, μετά τις εκλογές του φθινοπώρου του 2009, έπρεπε να περιμένουμε πολλούς μήνες, σχεδόν οκτώ μήνες, ώσπου να καταστεί συνείδηση της κυβέρνησης ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε επώδυνες επιλογές. Αλλά δεν ήταν η συνείδηση του πολιτικού συστήματος, συνολικά. Δεν ήταν συνείδηση της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν ήρθε αντιμέτωπη με τα τραγικά διλήμματα εκείνης της περιόδου. Εάν τότε είχαμε χειριστεί τα πράγματα διαφορετικά, αν τότε είχαμε καλέσει σε συστράτευση και συνευθύνη όλες τις πολιτικές δυνάμεις, έστω τις πολιτικές δυνάμεις της ιθύνουσας μεταπολίτευσης, ίσως η εξέλιξη να ήταν διαφορετική. Αλλά ποτέ δεν υιοθετήθηκε η «ιδιοκτησία», όπως λέγεται, αυτού του προγράμματος, το οποίο βεβαίως είχε τις δικές του εσωτερικές αδυναμίες. Είχε αδυναμίες κατασκευαστικές που οφειλόντουσαν στους εταίρους, γιατί πολύ απλά ήταν και είναι πάρα πολύ δύσκολο να δοθεί μεγαλύτερο δάνειο με ευνοϊκότερους όρους και μεγαλύτερη διάρκεια έτσι ώστε να χρειάζεσαι ηπιότερα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και να έχεις μεγαλύτερη άνεση για διαρθρωτικές προσαρμογές. Γιατί υπάρχουν άλλες χώρες, άλλοι λαοί, άλλα κοινοβούλια, άλλες κυβερνήσεις, άλλες συγκυρίες, άλλες καταστάσεις, άλλοι καταναγκασμοί.
Αλλά το χειρότερο ήταν ότι ποτέ δεν υπήρξε συναίνεση και εθνική συνιδιοκτησία αυτού του προγράμματος. Και αυτό έγινε κατανοητό πάρα πολύ γρήγορα. Από τον Ιανουάριο- Φεβρουάριο του 2011 φάνηκε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα στρατηγικής συνέπειας και συστράτευσης και ικανότητας εφαρμογής αυτού του προγράμματος. Και μετά έγινε η προσπάθεια στρατηγικής ανασυγκρότησης με το δεύτερο πρόγραμμα το πιο ολοκληρωμένο, το οποίο δυστυχώς καταβυθίστηκε στην συγκυρία του τότε δημοψηφίσματος, του ατελέσφορου ευτυχώς, και των Καννών.
Για να πάμε με καταναγκαστικούς όρους κι όχι με την ελεύθερη βούληση της κοινωνίας στην επιλογή της συνεργασίας μέσω της κυβέρνησης Παπαδήμου, η οποία συνεχίστηκε αναγκαστικά και τον Μάιο – Ιούνιο του 2012, αλλά ξαναδαπανήσαμε ένα εξάμηνο σε μία επαναδιαπραγμάτευση και επιβεβαίωση κεκτημένων όρων, οι οποίοι δεν ψηφίστηκαν από το σύνολο των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων που μετείχαν στην τότε κυβέρνηση.
Όλο αυτό σημαίνει ότι περάσαμε επτά χρόνια με ωφέλιμο χρόνο πάρα πολύ περιορισμένο. Ώσπου έφτασε πια η τομή του Ιανουαρίου του 2015 τη στιγμή που ήμασταν λίγα μέτρα πριν την αλλαγή status, από την περιβόητη μετάβαση στην προληπτική πιστωτική γραμμή η οποία είχε τεράστια συμβολική αξία.
Και το μεγάλο ιστορικό θέμα- το οποίο το θίγει με κάποιο τρόπο ο Γ. Παγουλάτος στα κείμενά του- είναι γιατί την κρίσιμη ημερομηνία, για την οποία θα γραφτούν πολλά στο μέλλον, της 20ης Φεβρουαρίου του 2015 οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ δεν αξίωσαν την κύρωση από τη Βουλή των Ελλήνων της συμφωνίας και άφησαν τη χώρα και την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου να παραπαίει, να εκθέτει τη χώρα σε τεράστιο κίνδυνο, να προκαλεί μια ανυπολόγιστη βλάβη, η οποία στη συνέχεια αποτυπώθηκε στη συμφωνία της 12ης Ιουλίου του 2015, αφού μεσολάβησαν όσα μεσολάβησαν. Αφού μεσολάβησαν τα capital controls, η τραπεζική αργία, η ταλαιπωρία του δημοψηφίσματος, η οποία είναι θεσμική ταλαιπωρία.
Γιατί δεν αξιώθηκε από τους εταίρους η κοινοβουλευτική έγκριση της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου του 2015; Θα είχαμε μια εικόνα για τους πραγματικούς συσχετισμούς, θα είχαμε κερδίσει τεράστιο χρόνο. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να μας απασχολεί, γιατί αυτό δημιουργεί και μια ψευδαίσθηση δήθεν χαλαρότητας των εταίρων, η οποία δεν υπάρχει. Και δεν θα υπάρξει ούτε με την επόμενη κυβέρνηση της χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή η παρουσία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ είναι η μεγαλύτερη αντένδειξη για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις και δεν μπορούν να δημιουργηθούν οι κοινωνικές προϋποθέσεις.
Η αφήγηση περί χρέους είναι αυτή η στιγμή η επιτομή του συλλογικού, κοινωνικού και επικοινωνιακού λαϊκισμού. Διότι είναι δεδομένο ότι θα δοθούν πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι θα γίνουν διευθετήσεις τεχνικού χαρακτήρα. Γιατί ξαναμεγαλοποιείται το ζήτημα αυτό; Για να εγκαθιδρυθεί για δεύτερη φορά η πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία ότι τα προβλήματα είναι εξωγενή, ότι δεν υπάρχει εσωτερική εθνική και κοινωνική ευθύνη. Ότι η λύση στα προβλήματα είναι μία λύση τεχνική και ανώδυνη η οποία θα έρθει από τα έξω, και αυτό επηρεάζει βαθύτατα και διαλύει στην πραγματικότητα, υπονομεύει, την κοινωνική και πολιτική νοοτροπία. Και υπονομεύει και υποθηκεύει το μέλλον της χώρας.
Αυτό πρέπει να το ανατρέψουμε επειγόντως. Πρέπει εμείς να υιοθετήσουμε την άποψη ότι το μεγάλο θέμα της ελληνικής κοινωνίας, της ελληνικής οικονομίας, της ελληνικής διοίκησης είναι το κανονικό κράτος, η ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, οι μεταρρυθμίσεις και βέβαια έτσι θα μπορέσουμε να λύσουμε και τα μεγάλα προβλήματα της δημοσιονομικής υπερβολής. Έτσι θα μπορέσουμε πράγματι να επαναδιαπραγματευτούμε στην απλή βάση που πάντα λέγαμε: δώστε μας fiscal space, δώστε μας ένα χώρο δημοσιονομικής άρα και φορολογικής αναπνοής έναντι μεταρρυθμίσεων. Αλλά αυτό πρέπει να το πει μια άλλη κυβέρνηση. Μια άλλη Βουλή. Πρέπει να το πει στην πραγματικότητα μια κοινωνία που θα έχει μεταπεισθεί και θα έχει κάνει μια άλλη στρατηγική και ιστορική επιλογή.
Αυτό είναι το ζητούμενο. Αυτή είναι η πραγματική μάχη. Και αυτό δεν μπορεί να το προσφέρει μια συμβατική αντίληψη.
Η λύση στο μετά το 2016 δεν είναι η επιστροφή στο πριν το 2009.
Θα στεναχωρήσω τον συνομιλητή μου τον Κυριάκο Μητσοτάκη, λέγοντας ότι δεν μπορεί να είναι η λύση η επιστροφή σε μια μονοκομματική αυτοδύναμη κυβέρνηση η οποία θα έχει συναινετική διάθεση και η οποία θα κινητοποιήσει την κοινωνία. Δεν γίνεται αυτό. Πρέπει να υπάρχουν θεσμικές εγγυήσεις και προϋποθέσεις συμμετοχής. Και αυτό αφορά και τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν προβλέπω ότι θα αποδεχθεί τη συμμετοχή του σε μία πανεθνική προσπάθεια, αλλά πρέπει να προσκληθεί ο ηττημένος εκλογικά ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο έχουν καταλογιστεί οι ευθύνες του οι ιστορικές. Αυτό κάναμε και το 2012.
Όμως ανεξαρτήτως της δικής του στάσης, το σύνολο των πραγματικά δημοκρατικών, των πραγματικά φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων πρέπει να αγωνιστεί για να κινητοποιήσει τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και της οικονομίας, σε κεντρικό και σε περιφερειακό επίπεδο. Γιατί το ζήτημα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μόνον ή πρωτίστως πολιτικό. Είναι εν τέλει πολιτικό, αλλά είναι πρωτίστως κοινωνικό, αφορά την αγορά, αφορά όλους αυτούς που με κάποιο τρόπο μπορούν να συμπράξουν δημιουργικά στην προσπάθεια αυτή.
Γιατί έχει πλέον καταστεί σαφές ότι υπάρχει, καλώς ή κακώς, μία εθνική στρατηγική. Ότι μία είναι η εφικτή και ασφαλής στρατηγική. Ότι κάποιοι την παλέψανε, πολλές φορές μόνοι τους, φτύνοντας αίμα, λοιδωρούμενοι, με εμπτυσμούς, και στη συνέχεια αυτοί υποδέχθηκαν με χαρά και άλλους, και άλλους που ήρθαν, ήλθαν είδαν και απήλθαν, επανήλθαν, υιοθέτησαν τη στρατηγική αυτή, αλλά τώρα τα ψέματα τελείωσαν.
Τώρα το στοίχημα είναι δύσκολο και επικίνδυνο. Γιατί μπορεί από τη φάση αυτή του στασιμοπληθωρισμού, του συρσίματος στην επιφάνεια του βούρκου, χωρίς να έχουμε το νησί που θα μας προστατεύσει, έστω ως σχεδία, να βρεθούμε καταβυθιζόμενοι στην δευτέρα πλάνη που θα είναι χείρων της πρώτης.
Και δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε τον τόπο αυτό να υποστεί αυτή την δευτέρα πλάνη μετά τη μεγάλη διάψευση. Πρέπει να είμαστε πάρα πολύ συγκεκριμένοι, πάρα πολύ ακριβείς, και πάρα πολύ αυστηροί με τον εαυτό μας και με τους άλλους.
Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο γιατί έχει επηρεαστεί η κοινωνική συνείδηση βαθιά. Και όπως κάποιοι πίστευαν τον Ιανουάριο του 2015 ότι υπάρχει μια εύκολη λύση, μια ανώδυνη λύση, μια λύση χωρίς μέτρα λιτότητας, ότι μπορεί να γίνει μια καλύτερη διαπραγμάτευση, μπορεί και τώρα κάποιοι άλλοι να έχουν αναδείξει μια άλλη χιλιαστική προσδοκία. Ότι είναι εύκολο μέσα από μια εκλογική διαδικασία, ή μόνο μέσα από μία πολιτική αλλαγή να αλλάξεις την κοινωνία και την στρατηγική του έθνους. Δεν είναι.
Έχουμε ζήσει και τα δικά μας προβλήματα. Ο ευρωπαϊκός δημοκρατικός χώρος. Κάθε κόμμα, κάθε παράταξη. Τις αμφιθυμίες. Γιατί αλλιώς δε συγκροτείς συσχετισμούς. Και οι συσχετισμοί, όπως σας είπα, είναι πάρα πολύ δύσκολοι γιατί έχεις έναν μικρό πυρήνα αποφασισμένο και αποφασιστικό που πρέπει να σύρει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει να το κινητοποιήσει όμως. Γιατί από ένα σημείο και μετά δεν μπορεί να το κουβαλάει. Πρέπει αυτό να συμπράξει, να συμμετάσχει.
Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα των επομένων μηνών. Όσο καθυστερούμε τρώμε τις σάρκες του τόπου. Χάνουμε εθνικό χρόνο και ιστορικό κεφάλαιο.
Από την άποψη αυτή η αναστοχαστική πρόταση του βιβλίου του Γ. Παγουλάτου νομίζω ότι είναι εξαιρετικά επίκαιρη και ενδιαφέρουσα ως κίνητρο και ως αφορμή. Αλλά βεβαίως και ως μια ευκαιρία να θυμηθούμε το πραγματικό χρονολόγιο της κρίσης ή μάλλον, των επιπτώσεων της κρίσης. Γιατί αυτό που ζούμε δεν είναι η κρίση αλλά είναι οι άσχημες, οι βάρβαρες επιπτώσεις μιας κρίσης για την οποία δεν είχαμε ποτέ την επίγνωση στην οποία αναφέρθηκε και ο Πρόεδρος Ομπάμα, στην περιβόητη ομιλία του, των Αθηνών.
Σας ευχαριστώ πολύ.