Όταν ανέβηκε η Άνγκελα Μέρκελ την περασμένη Κυριακή στο βήμα του αρχηγείου των Χριστιανοδημοκρατών στο Βερολίνο για να ανακοινώσει την πρόθεσή της να διεκδικήσει μια τέταρτη θητεία, το μήνυμα που έστειλε ήταν ότι σε έναν κόσμο αναταράξεων η Γερμανίδα καγκελάριος παραμένει μια υπολογίσιμη σταθερά.
Αλλά οι εσωκομματικές διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν και προετοίμασαν το έδαφος για την ανακοίνωσή της κατέστησαν κάτι παραπάνω από σαφές ότι αν η Μέρκελ θέλει να πιάσει το ρεκόρ των προκατόχων της, του Κόνραντ Αντενάουερ και του Χέλμουτ Κόλ και να εκλεγεί για τέταρτη φορά καγκελάριος, θα πρέπει να αλλάξουν πολλά...
Σε δημοσκόπηση που δημοσίευσε η Bild την Κυριακή, το 55% των Γερμανών θέλουν να παραμείνει η Μέρκελ στο πόστο της -13% περισσότεροι απ' ό,τι τον περασμένο Αύγουστο. Η σιδηρά καγκελάριος έχει κλείσει 11 χρόνια στο τιμόνι της χώρας και τα ποσοστά δημοφιλίας της είναι υψηλότερα κι απ' αυτά των λαϊκιστικών καθεστώτων.
Ο παράγοντας: ακροδεξιοί λαϊκιστές
Αλλά το κοινωνικό κλίμα στη Γερμανία έχει αλλάξει αισθητά στα τρία χρόνια που πέρασαν από την εντυπωσιακή νίκη με 40,5% των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ το 2013.
Ένα νέο ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα έχει πάρει την ανιούσα σε τοπικές εκλογές και δημοσκοπήσεις και πολλοί προσάπτουν στη Μέρκελ ότι μετακινήθηκε προς το κέντρο καταστρέφοντας έτσι τον πολιτικό χάρτη της χώρας.
Τη μετακίνηση αυτή την παραδέχθηκε έμμεσα και η καγκελάριος όταν είπε ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα πρέπει «να αποκρούσουν επιθέσεις απ' όλες τις πλευρές» - μια εμπειρία πρωτόγνωρη για ένα κόμμα που δεν επέτρεπε στο παρελθόν σε αντιπάλους να ξεφυτρώνουν στα δεξιά του...
Σ' ένα έγγραφο της νέας (προεκλογικής) στρατηγικής της CDU που διέρρευσε το Σαββατοκύριακο στο γερμανικό Τύπο υπογραμμίζεται ότι η Μέρκελ θα κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της ώστε οι αριθμοί των προσφύγων που καταφθάνουν στη Γερμανία να μη φθάσουν τα κρίσιμα περσινά επίπεδα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να δεσμευτεί σε συγκεκριμένο πλαφόν οροφής στις αφίξεις.
Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι η καγκελάριος θα προσπαθήσει να προσεγγίσει «τους χαμένους (βλ. θύματα) των εκσυγχρονισμών», χωρίς ωστόσο να ενδώσει στη λαϊκιστική ρητορεία – εγχείρημα λεπτό και εξ' ορισμού δύσκολο, όπως συμφωνούν αναλυτές.
Ποιοι είναι οι επιθυμητοί κυβερνητικοί εταίροι
Ηγετικά στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών συμφωνούν ότι η Μέρκελ δεν θα καταφέρει να επανεκλεγεί με μια άοσμη, άχρωμη και άγευστη εκστρατεία όπως εκείνη που έκανε η CDU το 2013 κι ότι το κόμμα θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί απ' τους νυν κυβερνητικούς εταίρους Σοσιαλδημοκράτες σε ζητήματα-κλειδιά, όπως η οικονομική σταθερότητα και η προσωπική περιουσία τουλάχιστον για όσο διαρκεί η προεκλογική καμπάνια.
Πίσω απ' τις κουϊντες πολιτικοί αμφότερων των μεγάλων παρατάξεων, κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, συμφωνούν ότι μαθηματικά τουλάχιστον η επανάληψη ενός «μεγάλου συνασπισμού» θα είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα των εκλογών και μάλλον και η πιο υπεύθυνη επιλογή σ' ένα ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον παρά τον κίνδυνο να τροφοδοτήσει την οργή κατά του πολιτικού κατεστημένου.
H πιθανότητα συγκρότησης κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ CDU και Πρασίνων -που συζητήθηκε πολύ μέχρι πριν από ένα χρόνο- κινείται πλέον στα όρια της φαντασίας-ιδιαίτερα μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι μια συντηρητική κυβέρνηση συνασπισμού με τους Πράσινους σε ρόλο ελάσσονα εταίρου θα κατατρυχόταν από εσωτερικές διαμάχες εν μέσω παραινέσεων να αναλάβει η Γερμανία ενεργότερο στρατιωτικό ρόλο διεθνώς.
Το σενάριο συνεργασίας με τους ακροδεξιούς πρωτάρηδες της Εναλλακτικής για τη Γερμανία δεν παίζει, έστω κι αν καταφέρουν να αυξήσουν σημαντικά τα ποσοστά τους στον απόηχο του Brexit και της νίκης του Τραμπ. Πέραν από κάποιους Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές στο κρατίδιο της Σαξονίας, το κόμμα της Μέρκελ απορρίπτει την πιθανότητα συνασπισμού με την AfD όπως και τα κόμματα της αριστεράς.
Στη γερμανική πολιτική οι απόλυτες πλειοψηφίες είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο -την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν πριν από 60 χρόνια επί Αντενάουερ. Προ τριετίας οι Χριστιανοδήμοκρατες έχσαν την απόλυτη πλειοψηφία για μόλις πέντε έδρες -κι αυτό επειδή μεγάλος αριθμός ψήφων πήγε σε κόμματα που δεν έπιασαν το 5%, δηλαδή το όριο εισόδου στη βουλή. Ένα ποσοστό 43% θα ήταν αρκετό για την CDU για να κυβερνήσει μόνη της.
Αλλά του χρόνου το ποσοστό αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο, δεδομένου ότι οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν αυτή τη στιγμή εξακομματική βουλή. Το ξενοφοβικό, ευρωσκεπτικιστικό κόμμα κυμαίνεται κάπου μεταξύ 10-14% στις σφυγμομετρήσεις -κυρίως λόγω της αθρόας άφιξης αιτούντων άσυλο και λόγω των πρώτων σε γερμανικό έδαφος τρομοκρατικών επιθέσεων από ισλαμιστές-. Αλλά για να πετύχουν μια εκκωφαντική νίκη αλά Τραμπ θα έπρεπε να τριπλασιάσουν -αν όχι να τετραπλασιάσουν τα ποσοστά τους...
Η κόκκινο-κόκκινο-πράσινη απειλή (Σοσιαλδημοκράτες-Αριστερά-Πράσινοι)
Το πιθανότερο πολιτικό εμπόδιο που θα μπορούσε να σταθεί στο δρόμο της Μέρκελ για μια τέταρτη θητεία προέρχεται απ' το ίδιο το Βερολίνο -όχι την Bundestag, αλλά τη Γερουσία του ομώνυμου κρατιδίου, όπου Σοσιαλδημοκράτες, Αριστεροί και Πράσινοι συγκρότησαν κυβέρνηση συνασπισμού που θα ασχοληθεί με τις υποθέσεις της γερμανικής πρωτεύουσας την ερχόμενη πενταετία.
Αν το μοντέλο αυτό αποδειχθεί επιτυχημένο, αναλυτές θεωρούν ότι θα μπορούσε να εμπνεύσει τα τρία αριστερά κόμματα να επιδιώξουν μια ανάλογη συνεργασία σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Το 2013 τα κόμματα αυτά είχαν κερδίσει αρκετές ψήφους για μια θεωρητική πλειοψηφία, αλλά δεν κατάφεραν να υπερκεράσουν τις ιστορικές τους διαφορές, ειδικά όσον αφορά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τρία χρόνια αργότερα το κλίμα είναι πιο θετικό μετά τις πρώτες διερευνητικές επαφές που είχαν 90 βουλευτές των τριών κομμάτων τον Οκτώβριο στο Βερολίνο, αλλά και την επιτυχημένη λειτουργία μιας «κόκκινο-κόκκινο-πράσινης» κυβέρνησης στο κρατίδιο της Θουριγγίας.
Ο Σοσιαλδημοκράτης υφυπουργός Δικαιοσύνης Κρίστιαν Λάνγκε κάλεσε πρόσφατα το κόμμα του να αντλήσει διδάγματα απ' την Πορτογαλία, όπου ο πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα κατάφερε να συγκροτήσει αριστερή κυβέρνηση μειοψηφίας με το κομμουνιστικό και το μαρξιστικό κόμμα αφήνοντας στην άκρη «καυτές πατάτες» της εξωτερικής πολιτικής, όπως το ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές επεμβάσεις ή το ευρώ.
Αλλά ένας συνασπισμός της SPD με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση γερμανική Αριστερά μπορεί να κρύβει παγίδες. Μόλις τον περασμένο Ιούνιο η Linke κατέθεσε στη Μπούντεσταγκ πρόταση αποχώρησης της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ και αντικατάστασης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας με «ένα συλλογικό σύστημα για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Ευρώπη, που θα περιλαμβάνει τη Ρωσία.»
Κατά πόσον τώρα οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είναι έτοιμοι να αναλάβουν το ρίσκο διακοπής της συνεργασίας με μια καγκελάριο που έχει πολλούς θαυμαστές και μέσα στο ίδιο τους το κόμμα και να τολμήσουν να βαδίσουν σ' ένα τόσο αβέβαιο μονοπάτι θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό απ' τον υποψήφιό τους -κι εδώ τα φαβορί είναι δύο: ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ κι ο πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς.
Αν η επιλογή του υπουργού Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγερ ως υποψηφίου κοινής αποδοχής για την προεδρία της χώρας λέει κάτι, τότε η επιθυμία των Γερμανών για σταθερότητα αναμένεται να υπερκεράσει την όποια διάθεσή τους για περιπέτειες. Κι η Άγγελα Μέρκελ δύσκολα θα χάσει μια επανεκλογή της στην καγκελαρία το ερχόμενο φθινόπωρο...