Η σημερινή χιονοστιβάδα των κόκκινων δανείων, που ξεπερνά τα 100 δισ ευρώ πρέπει να αντιμετωπισθεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο, καθώς υπονομεύει κάθε έννοια δικαιοσύνης αλλά και προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας.
Την επισήμανση αυτή κάνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων επισημαίνοντας ότι η ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας χαρακτηρίζεται από έλλειψη συντονισμού, αλληλοεπικαλύψεις και συχνά εξαιρετικά δαιδαλώδεις και αναποτελεσματικές διαδικασίες, με υπερβολικά μεγάλη εμπλοκή των δικαστηρίων.
«Το υφιστάμενο πλαίσιο εξυγίανσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών ενθαρρύνει και διευκολύνει τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών, υπονομεύοντας την αποτελεσματική λειτουργία και πειθαρχία της αγοράς. Η προσπάθεια να κρύψουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί είναι πλέον αδιέξοδη.
Η απουσία των κατάλληλων νομικών εργαλείων εξυγίανσης, που να επιλύουν σύντομα και αποτελεσματικά τα προβλήματα που προκύπτουν σε επιχειρήσεις ή νοικοκυριά που βρίσκονται σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεών τους, αποτρέποντας ταυτόχρονα τον ηθικό κίνδυνο αλλά και προσφέροντας τη δεύτερη ευκαιρία στον επιχειρηματία ή το νοικοκυριό που συνεργάζεται και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία εξυγίανσης, συμβάλλει καθοριστικά στη μεγέθυνση του προβλήματος» τονίζει.
Ο ΣΕΒ προτείνει την απομάκρυνση από το θεσμικό πλαίσιο των αναχωμάτων στη διαγραφή των οφειλών προς τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που δεν μπορούν να εισπραχθούν και την αναδιάρθρωση τους στις περιπτώσεις που είναι εφικτή η επιβίωση της οικονομικής δραστηριότητας και η ομαλή εξυπηρέτηση των αναδιαρθρωμένων οφειλών - πάντα σεβόμενη τον υγιή ανταγωνισμό.
Οι προτάσεις του περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής:
-Τα όρια προπτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να είναι σαφή και ενιαία επί της αρχής για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις (πχ. με κριτήριο τη στάση πληρωμών).
-Τα κριτήρια για αναδιάρθρωση ή εκκαθάριση πρέπει να είναι σαφή και ενιαία σε όλες τις περιπτώσεις και να οδηγούν σε διαδικασίες διαφανείς, ευέλικτες και με στόχο τη διάσωση αξίας.
-Η εμπλοκή της δικαιοσύνης (και οι αναπόφευκτες καθυστερήσεις που αυτό συνεπάγεται) πρέπει να προβλέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο.
-Διαδικασίες για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν πρέπει να αποκλίνουν από τις γενικές αρχές, και πρέπει να στοχεύουν στην κάλυψη της αδυναμίας απόκτησης επαρκούς πληροφόρησης ή νομικής και φοροτεχνικής υποστήριξης.
Ο Σύνδεσμος σημειώνει ακόμη τρία κενά στην υφιστάμενη νομοθεσία που πρέπει να καλυφθούν, τα οποία είναι:
1.Ο κίνδυνος να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινικές ευθύνες δημόσιου λειτουργοί και τραπεζικά στελέχη που διαγράφουν απαιτήσεις.
2.Οι ευθύνες που αναλαμβάνουν, και προσωπικά, τα στελέχη της νέας διοίκησης που εγκαθίσταται σε μια επιχείρηση για εκκρεμείς υποχρεώσεις της επιχείρησης έναντι του δημοσίου, καθώς και τις ποινικές και άλλες ευθύνες που συντρέχουν από αυτές.
3.Οι φορολογικές επιπτώσεις της διαγραφής απαιτήσεων. Δηλαδή η διασφάλιση του δικαιώματος των πιστωτών (τράπεζες και προμηθευτές) να συμψηφίσουν τις διαγραφές με μελλοντικά κέρδη αλλά και φορολογικός χειρισμός του εισοδήματος που προκύπτει για τον οφειλέτη από τη διαγραφή του χρέους του.