Σε αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη έως και 5 βαθμούς Κελσίου, μεγάλη άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, αλλά και λιγότερες βροχές αναμένεται να οδηγήσει μέχρι το 2100 η σημαντική αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, με βάση τα σενάρια που μελετούν οι επιστήμονες.
Σε αυτά τα συμπεράσματα καταλήγει μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας πάνω σε πρόσφατες επιστημονικές έρευνες. Την μελέτη υπογράφει ο ερευνητής Σοφοκλής Δρίτσας, που επισημαίνει ότι αν η μέση θερμοκρασία ανεβεί πάνω από 1,5 βαθμό Κελσίου στη Μεσογειακή Λεκάνη, θα προκαλέσει σημαντική μείωση στην παραγωγή σιτηρών.
Οι επιπτώσεις στην περιοχή της Μεσογείου αλλά και της Θεσσαλίας εντοπίζονται τόσο στα θέματα του διαθέσιμου νερού όσο και στην καταπόνηση των εδαφών και της παραγωγής λόγω καύσωνα. Για τις συνηθισμένες καλλιέργειες, το πρόβλημα εστιάζεται στα ακραία καιρικά φαινόμενα και κυρίως στις καταιγίδες και στο χαλάζι.
Γι' αυτό, προσθέτει ο κ. Δρίτσας, η άρδευση είναι πολύ σημαντική λόγω της αυξημένης εξάτμισης και θα πρέπει να γίνει ορθολογικότερη χρήση και διαχείριση των διαθέσιμων υδάτινων πόρων. Για τον ελλαδικό χώρο, οι διάφορες μελέτες φαίνεται να συγκλίνουν σε σαφή μείωση των βροχοπτώσεων κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Στο ερώτημα αν έρχονται περίοδοι ξηρασίας και ακραίων καιρικών φαινομένων με βασικά χαρακτηριστικά την αύξηση της θερμοκρασίας, ο κ. Δρίτσας σημειώνει πως το λιώσιμο των πάγων απειλεί πολλές περιοχές σε όλο τον πλανήτη και εκτιμάται ότι, αν το φαινόμενο συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς, 200 εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν να "χάσουν" τις κατοικίες τους.
Σύμφωνα με το καθηγητή David Viner του Πανεπιστημίου East Anglia, η Ελλάδα θα γνωρίσει περισσότερους καύσωνες και ξηρασία, ενώ στα νησιά κάποιες παραλίες θα βυθιστούν.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το «μεσογειακό καλοκαίρι θα αλλοιωθεί τη δεκαετία το 2020. Στην περιοχή της Μεσογειακής Λεκάνης, οι τελευταίες μετρήσεις έδειξαν ότι περίπου 300.000 τετρ. χλμ της μεσογειακής ακτής - μια περιοχή με 16,5 εκατ. κατοίκων περίπου - απειλείται με ερημοποίηση».
Μια κατάσταση που θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, με δεδομένο ότι ο μέσος όρος των βροχοπτώσεων θα μειωθεί ετησίως μέχρι τα τέλη του αιώνα κατά 15% και έως και κατά 40% για τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ήδη, προσθέτει ο κ. Δρίτσας, μέσα στον τελευταίο αιώνα η θερμική διαστολή των ωκεανών και η επιτάχυνση της τήξης των πάγων έχουν προκαλέσει άνοδο της μέσης στάθμης των ωκεανών κατά 10 με 20 εκατοστά.
Η αύξηση μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα μπορεί να φτάσει έως και τα 88 εκατοστά, αλλοιώνοντας τη μορφή του πλανήτη με την εξαφάνιση ολόκληρων νησιών και τη μεταβολή των παραθαλάσσιων ακτών, στις οποίες κατοικεί σήμερα περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού του πλανήτη.
Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε, διευκρινίζει ο κ. Δρίτσας, την έκθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος της Ισπανίας (2005), όπου τονίζεται ότι, ως το 2050 οι ισπανικές παραλίες (ειδικά οι περιοχές La Manga στη Νότιο-ανατολική Ισπανία και Costa del Sol στα νότια της χώρας) μπορεί να έχουν συρρικνωθεί γύρω στα 15 μέτρα η κάθε μια κατά μέσο όρο.
Ενώ, σύμφωνα με τον μελετητή, αναπτύσσονται όλο και περισσότερο οι παραθαλάσσιοι οικισμοί, πολλοί εκ των οποίων απειλούνται με πλημμύρες, ενώ ορισμένες περιοχές, όπου δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα, κινδυνεύουν να εξαφανιστούν.
Η προαναφερόμενη έκθεση αναφέρει ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας γύρω από την Ισπανία ανέρχεται σε 2,5 χιλιοστά το έτος. Αν συνεχιστεί το φαινόμενο, ως το 2050 η στάθμη των θαλασσών της χώρας θα έχει ανέβει κατά 12-15 εκατοστά, με τις ακτές του Ατλαντικού να πλήττονται περισσότερο από τις ακτές της Μεσογείου. Η έκθεση συνιστά την κατασκευή προστατευτικών τοίχων σε ορισμένα λιμάνια, ενώ προτείνει να ληφθούν υπόψη στις νέες οικοδομικές άδειες για παραθαλάσσιες κατοικίες οι αναμενόμενες αλλαγές στις παραλίες.
Για τη Μεσογειακή Λεκάνη, σύμφωνα με την έκθεση του Karas (1998), κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ο αριθμός και η συχνότητα εμφάνισης καυσώνων αυξήθηκε.
Πάντα σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η είσοδος στην δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από επαναλαμβανόμενες ξηρασίες και σε ορισμένες περιόδους από έντονες βροχοπτώσεις στην δυτική Μεσόγειο. Αντιθέτως, η αρχή της δεκαετίας του 1990 χαρακτηρίζεται από ακραίες χαμηλές θερμοκρασίες και βροχοπτώσεις στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας διακρίνεται τάση απότομης θέρμανσης.
Η Ελλάδα, όπως και η Ισπανία, διαπιστώνει ο κ. Δρίτσας, κατά τη δεκαετία του 1990 παρουσίασε σχεδόν τριπλάσιο αριθμό καυσώνων από ότι την προηγούμενη τριακονταετία. Δεν διαπιστώθηκε, όμως, κάποια αντίστοιχη αντίθετη διαφορά στην συχνότητα εμφάνισης παγετών (ECSN, 1995).
Ανθρώπινες δραστηριότητες
Η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων, όπως επισημαίνει ο κ. Δρίτσας συμφωνεί ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες προκαλούν την αυξανόμενη συγκέντρωση των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα που δεσμεύουν τη θερμότητα.
Η ενέργεια του ήλιου θερμαίνει την επιφάνεια της γης και, καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, η θερμότητα αντανακλάται στην ατμόσφαιρα ως ενέργεια υπεριώδους ακτινοβολίας. Ένα μέρος της ενέργειας απορροφάται στην ατμόσφαιρα από τα αέρια του θερμοκηπίου.
Ειδικότερα, η ατμόσφαιρα λειτουργεί όπως τα τοιχώματα ενός θερμοκηπίου: αφήνει το ορατό ηλιακό φως να εισέλθει, απορροφώντας την εξερχόμενη ενέργεια υπεριώδους ακτινοβολίας, διατηρώντας παράλληλα ζεστό το εσωτερικό του.
Αυτή η φυσική διαδικασία ονομάζεται "φαινόμενο του θερμοκηπίου". Χωρίς το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η μέση θερμοκρασία στη γη θα ήταν -18°C, ενώ αυτή τη στιγμή φθάνει τους +15°C, κάτι που σημαίνει ότι χωρίς αυτή την διαδικασία δεν θα υπήρχε ζωή πάνω στον πλανήτη Γη (ΙΣΤΑΜΕ, 2009).
Οι ανθρώπινες δραστηριότητες συντελούν στην αύξηση της συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα των αερίων του θερμοκηπίου τα οποία ενισχύουν το φυσικό φαινόμενο του θερμοκηπίου και αυξάνουν τη θερμοκρασία. Η ενίσχυση αυτή της υπερθέρμανσης που προκαλεί ο ανθρώπινος παράγοντας ονομάζεται "ενισχυμένο" ανθρωπογενές φαινόμενο του θερμοκηπίου (GIEC, 2001), καταλήγει ο ερευνητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.