Για «διαστροφή της πραγματικότητας» εγκαλεί ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου -επίτιμο αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας- Πέτρο Παραρά, για όσα εκείνος αφηγείται, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Η Καθημερινή» για την Επιτροπή Διαλόγου για το Σύνταγμα.
Με αφετηρία το γεγονός, όπως υποστηρίζει ο κ. Παραράς, ότι «εξακολουθούν να δημιουργούνται τελείως εσφαλμένες εντυπώσεις, σε σχέση με τη στιγμιαία συμμετοχή μου στην “επιτροπή διαλόγου” για την αναθεώρηση του Συντάγματος'», εξηγεί πώς βρέθηκε να συμμετέχει στην προσπάθεια, τη συνάντηση εργασίας με τον πρωθυπουργό και τις επικοινωνίες με τον «παλαιό του φίλο», όπως τον χαρακτηρίζει, Γ. Κατρούγκαλο.
Ανταπαντώντας, ο υπουργός Εργασίας σημειώνει στην προσωπική του δήλωση:
«Είδα με έκπληξη στην εφημερίδα Καθημερινή δημοσίευμα του καθηγητή κ. Π. Παραρά με τον απολογητικό τίτλο “Εγώ μηδέποτε μήδισα”, σχετικά με τη συμμετοχή του στην Επιτροπή Διαλόγου για το Σύνταγμα. Όσα ισχυρίζεται ο κ. Παραράς ότι διαμείφθηκαν μεταξύ μας -και εμπλέκουν και τρίτους, ως μη όφειλε- είναι ανακριβή, αλλά μάρτυρες δεν υπάρχουν. Έτσι είναι οι συνομιλίες μεταξύ ανθρώπων εμπιστοσύνης, μέχρι να αποδειχθεί ότι δεν είναι τέτοιοι».
«Αλλά», συνεχίζει, «όσα ισχυρίζεται ο καθηγητής ότι είπε ενώπιον του πρωθυπουργού, στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Επιτροπής Διαλόγου, ειπώθηκαν μπροστά σε πολλούς και μνήμονες. Προφανώς ουδέποτε δήλωσε εκεί, όπως ισχυρίζεται, ότι “μάχεται την κυβέρνηση”, πράγμα που αυταπόδεικτα προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν αρνήθηκε τη συμμετοχή στην Επιτροπή, αλλά παραιτήθηκε την άλλη μέρα, μετά το θόρυβο των καταγγελιών για το -κατά τους κατηγόρους του- χουντικό παρελθόν του.
Αν είναι αποκαλυπτικό για κάτι το δημοσίευμα», τονίζει ο υπουργός, «δεν είναι ο απολογητικός του τόνος και η διαστροφή της πραγματικότητας. Είναι η αποστροφή από την υποτιθέμενη ομιλία του στην Επιτροπή Διαλόγου, όπου ισχυρίζεται ότι κατήγγειλε στον πρωθυπουργό την αντισυνταγματικότητα του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες. Φαίνεται ότι είναι τέτοια η εμμονή της Νέας Δημοκρατίας να μη συγκροτηθεί το ΕΣΡ, ώστε εκ των υστέρων ασκήθηκαν πιέσεις σε έναν ευάλωτο άνθρωπο όχι να προβεί σε μια αχρείαστη δήλωση νομιμοφροσύνης στη ΝΔ, αλλά για να δημιουργηθεί ακόμη ένας αντιπερισπασμός υπέρ της διαπλοκής».
Συμπερασματικώς, «προφανώς τέτοιοι μικροκομματικοί ελιγμοί δεν έχουν τύχη. Κρίμα μόνο για τον άνθρωπο. 'Άλλη εικόνα είχα για αυτόν. Ποτέ δεν είχα άλλη εικόνα για την παράταξή του», καταλήγει ο κ. Κατρούγκαλος.
Ακολουθεί το άρθρο του κ. Παραρά στην «Καθημερινή»
Εγώ μηδέποτε μήδισα
Επειδή εξακολουθούν να δημιουργούνται τελείως εσφαλμένες εντυπώσεις, σε σχέση με τη στιγμιαία συμμετοχή μου στην «επιτροπή διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος» (6.10.2016), για την οποία πολλά εγράφησαν στον Τύπο αρχές Οκτωβρίου, πρέπει να γίνουν γνωστά τα ακόλουθα:
Αρχές Σεπτεμβρίου μού τηλεφώνησε ο υπουργός Γ. Κατρούγκαλος, με τον οποίο μας συνδέει παλαιά φιλία από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, για να με προσκαλέσει να μετάσχω στην ως άνω επιτροπή. Μου ανέφερε, δε, ότι πρόεδρος της Επιτροπής αυτής μάλλον θα είναι ο ακαδημαϊκός Μιχ. Σταθόπουλος, μέλη δε, πλην εμού, ο πρώην πρόεδρος του ΣτΕ Κ. Μενουδάκος, ο συνταγματολόγος Γ. Σωτηρέλης (βλ. τα ονόματα αυτά στην εφημ. «Καθημερινή» της 11.9.2016, σελ. 6), θα απευθύνετο δε και σε άλλους ομοτέχνους μου, π.χ. Ανδρέας Δημητρόπουλος κ.λπ., αλλά δεν θα μετείχαν ούτε ο ίδιος ούτε και ο επίσης συνταγματολόγος και ευρωβουλευτής του Σύριζα Κ. Χρυσόγονος, ώστε η επιτροπή αυτή να είναι πολιτικά άχρους.
Αντελήφθην, λοιπόν, ότι θα επρόκειτο περί επιτροπής αποτελούμενης προεχόντως εκ νομικών και, εντεύθεν, απάντησα θετικά, αλλά με τον απαράβατο όρο ότι στην επιτροπή αυτή θα μετέχει ως πρόεδρος ο Μ. Σταθόπουλος (δεν μπορεί εδώ να με διαψεύσει ο κ. Κατρούγκαλος), με τον οποίο, στη συνέχεια, επικοινώνησα τηλεφωνικώς και συμφωνήσαμε ότι η συμμετοχή μας προϋπέθετε και άλλους νομικούς για πραγματικό διάλογο περί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος.
Την 5η Οκτωβρίου 2016 ο κ. Κατρούγκαλος μου τηλεφώνησε ότι η πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής αυτής προγραμματίστηκε για την επόμενη ημέρα στο Μέγαρο Μαξίμου, χωρίς να μου δοθεί κάποια περαιτέρω διευκρίνιση για τη σύνθεση της επιτροπής αυτής. Ευλόγως, λοιπόν, υπέθεσα ότι θα ήσαν τουλάχιστον οι προαναφερθέντες νομικοί, με πρόεδρο τον Μιχ. Σταθόπουλο. Ομως στον προθάλαμο για τη συνάντησή μας με τον κ. πρωθυπουργό διαπίστωσα με έκπληξη ότι κανένα από τα παραπάνω ονόματα δεν μετείχαν στην επιτροπή αυτή και νομικός ήμουν εγώ μόνος, εν μέσω επιστημόνων άλλων ειδικοτήτων και πολιτικών που πρόσκεινται στο κυβερνών κόμμα. Διαμαρτυρήθηκα έντονα στον παριστάμενο κ. Κατρούγκαλο, ο οποίος μου ανέφερε ότι τα απόντα μέλη θα μετείχαν σε μια δεύτερη επιτροπή εκ νομικών που θα συσταθεί αργότερα (το 2017), κάτι που μου ήταν τελείως άγνωστο την ημέρα εκείνη (άλλο αδιάψευστο γεγονός), δείχνει όμως ότι πραγματική κυβερνητική διάθεση για αναθεώρηση του Συντάγματος μάλλον δεν υπάρχει. Θεωρώ, λοιπόν, ότι ο Γ. Κατρούγκαλος δεν υπήρξε έντιμος απέναντί μου, παρά τη μακρόχρονη φιλία μας, και ηθέλησε να με εμπλέξει στην επιτροπή αυτή, όπου τελικά μετείχαν και οι πρυτάνεις του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πολυτεχνείου, με στόχο μάλλον να εξασφαλιστεί, δι’ ημών, επαρκής νομιμοποίηση ουδετερότητας της επιτροπής αυτής. Τελικά, η αναλήθεια εντάσσεται στην ψυχολογία του σοσιαλισμού.
Κατά την αμέσως μετά πραγματοποιηθείσα συνάντηση, ο κ. πρωθυπουργός μάς ανέλυσε συνοπτικά τι θα έκανε η επιτροπή αυτή. Σκοπός λοιπόν είναι τα μέλη της να έλθουν σε επαφή με φορείς της κοινωνίας των πολιτών και εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργανώσεων –εντεύθεν η παρουσία στην επιτροπή ως μέλους και του κ. Μίχαλου– , πραγματοποιώντας συνεντεύξεις και συλλέγοντας πληροφορίες για το πώς οι πολίτες θα ήθελαν ένα αναθεωρημένο Σύνταγμα. Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε ειδικά σε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας και εγώ αμέσως θυμήθηκα τις «προτάσεις πολιτών» που περιλαμβάνονται στην «Ενδιάμεση έκθεση του προέδρου της επιτροπής διαλόγου για την παιδεία» (26.4.2016). Εντεύθεν, κατέστη σαφές ότι δεν επρόκειτο περί επιτροπής διαλόγου μεταξύ νομικών για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αφού σκοπός της ήταν, όπως αναφέρθηκε, η διερεύνηση της κοινής γνώμης (Hearings, Meinungsumfrage) και η συλλογή και καταγραφή προτάσεων, δηλαδή αρμοδιότητες που ανήκουν σε δημοσκόπους και όχι συνταγματολόγους.
Οταν, λοιπόν, μου εδόθη ο λόγος απάντησα επί λέξει, ενώπιον όλων των παρισταμένων και του κ. Κατρούγκαλου, ως εξής: «Κύριε πρόεδρε, απορώ γιατί με καλέσατε σήμερα εδώ. Εγώ σας μάχομαι με κείμενά μου στις εφημερίδες και στην τηλεόραση, θεωρώντας ότι ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες είναι προδήλως αντισυνταγματικός, το δε αντικείμενο της επιτροπής, όπως το περιγράψατε, δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μου». Απάντηση: «Μα, μου αρέσει η πολυφωνία»!
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μου τηλεφώνησε ο κ. Κατρούγκαλος, ζητώντας συγγνώμη για την παραπάνω εμπλοκή μου και του είπα αμέσως ότι παραιτούμαι, όπερ και έπραξα την επομένη το πρωί.