Διαψεύδει κατηγορηματικά, ο πρώην υπουργός Αμυνας του ΠΑΣΟΚ Ακης Τσοχατζόπουλος την οποιαδήποτε εμπλοκή του στην υπόθεση με τις μίζες για τα υποβρύχια της Ferrostaal. Σε σχετική του ανακοίνωση χαρακτηρίζει «παντελώς αυθαίρετες, αστήρικτες και απόλυτα συκοφαντικές» τις δημοσιογραφικές πληροφορίες στη Γερμανία που τον φέρουν να συγκαταλέγεται μεταξύ των αξιωματούχων που δωροδοκήθηκαν.
Η υπόθεση ήρθε ξανά στην επιφάνεια με τη δίκη και καταδίκη, από το Πρωτοδικείο του Μονάχου, δύο πρώην στελεχών της εταιρείας που παραδέχθηκαν ότι έδωσαν μίζες 62 εκατομμυρίων ευρώ στην Ελλάδα προκειμένου να πετύχουν παραγγελία 1,6 δισ. ευρώ. Η εταιρεία συμβιβάστηκε με πρόστιμο 140 εκατομμυρίων ευρώ.
Η ανακοίνωση του κ. Τσοχατζόπουλου έχει ως εξής:
«Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η διερεύνηση της υπόθεσης των υποβρυχίων δήλωσα ξεκάθαρα ότι ούτε είχα, ούτε βέβαια και θα μπορούσα να έχω σχέση με οποιεσδήποτε έκνομες ενέργειες για τις οποίες καταδικάστηκαν τελικά από τη Γερμανική Δικαιοσύνη η εταιρεία Φέροσταλ και τα δύο πρώην διευθυντικά στελέχη της.
Από την πρώτη στιγμή διέψευσα όλες τις «πληροφορίες» που συγκεκριμένα κέντρα διέρρεαν κατά καιρούς σχετικά με τα όσα αποδόθηκαν στα υπόδικα και προφυλακισμένα τότε δύο διευθυντικά στελέχη προκειμένου να επιτύχουν την αποφυλάκισή τους. Ουδέποτε, όμως, είτε αυτοί, είτε οποιοσδήποτε άλλος ισχυρίστηκε οτιδήποτε που να με συνδέει με έκνομες δραστηριότητες.
»Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το κατηγορητήριο της Εισαγγελίας του Μονάχου, στο οποίο περιέχονταν οι παντελώς αναπόδεικτες, αστήρικτες και αβάσιμες αναφορές του Γερμανού εισαγγελέα, αναζήτησα τρόπους αντίδρασης. Με βάση γνωμοδοτήσεις δύο έγκριτων Γερμανών καθηγητών του Ποινικού Δικαίου:
Α) Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα νομικής παρέμβασης κατά της Εισαγγελίας του Μονάχου, όπως δεν υπάρχει και κατά των πρόσφατων προφορικών ισχυρισμών του Γερμανού δικαστή.
Β) Η εισαγγελική πρόταση, -όπως και οι προφορικές αναφορές του Γερμανού δικαστή- δεν έχει ούτε δεσμευτικό, ούτε αποδεικτικό χαρακτήρα. Αποτελεί μια διατύπωση συλλογισμών προς εσωτερική χρήση και μόνο στο πλαίσιο της διεξαγόμενης δικαστικής έρευνας. Για αυτό και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της για άλλους σκοπούς. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μέσο πίεσης προς ενίσχυση της βαρύτητας των κατηγοριών για τους κατηγορούμενους, ώστε να καταλογιστεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πρόστιμο και να εξασφαλιστεί ο επωφελέστερος για το γερμανικό δημόσιο συμβιβασμός. Ο πρωταρχικός στόχος του εισαγγελέα ήταν να ανεβάσει όσο γίνεται το πρόστιμο κατά της εταιρείας, που αρχικά ανήλθε στα 277 εκατομμύρια ευρώ, ώστε μετά από διαπραγματεύσεις να καταλήξει στο ποσό των 140 εκατ ευρώ.
Οι παντελώς αυθαίρετες και αστήρικτες αναφορές σε βάρος μου που περιέχονταν στην εισαγγελική πρόταση δεν προκύπτουν από πουθενά, δεν βασίζονται σε κανένα απολύτως στοιχείο, ούτε καν στις καταθέσεις των δύο καταδικασθέντων πρώην διευθυντικών στελεχών της εταιρείας Φέροσταλ. Στις έξι-επτά καταθέσεις που έδωσαν αρχικά με την προσδοκία της αποφυλάκισής τους και στη συνέχεια για την όσο το δυνατόν ηπιότερη ποινική αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο της πρόσφατης δίκης, ουδέποτε ανέφεραν ότι είχαν την οποιαδήποτε έκνομη συναλλαγή μαζί μου. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κλήθηκα, ούτε κατέθεσα στην έρευνα της Γερμανικής Δικαιοσύνης, κατά την οποία δεν υπήρξαν ούτε καν ενδείξεις σε βάρος μου.
Το δικαστήριο αποδέχθηκε την πρόσφατη συμφωνία συμβιβασμού μεταξύ της Γερμανικής εισαγγελίας και της εταιρείας Φεροσταλ για την επιβολή προστίμου 140 εκατ. ευρώ, καταδικάζοντας σε φυλάκιση με αναστολή τα δύο πρώην διευθυντικά στελέχη της εταιρείας. Η επίσημη ανακοίνωση Τύπου του δικαστηρίου του Μονάχου για την απόφαση της 21.12.2011 δεν περιέχει αναφορά σε κανένα άλλο πρόσωπο πέραν των καταδικασθέντων.
Μια και ανεξάρτητα της δικαστικής απόφασης υπήρξαν δημοσιογραφικές πληροφορίες στη Γερμανία που με φέρουν να συγκαταλέγομαι δήθεν μεταξύ των αξιωματούχων που δωροδοκήθηκαν, είμαι υποχρεωμένος να καταγγείλω και πάλι ως παντελώς αυθαίρετες, αστήρικτες και απόλυτα συκοφαντικές τις σχετικές αναφορές σε βάρος μου και επισημαίνω ότι στο πόρισμα της Γερμανικής Δικαιοσύνης δεν υπάρχει ούτε μαρτυρία, ούτε ένδειξη και πολύ περισσότερο απόδειξη περί δικής μου εμπλοκής.
Το παντελώς αβάσιμο των σχετικών αναφορών για το πρόσωπό μου αποδεικνύεται, επιπλέον, από το γεγονός ότι η Γερμανική Δικαιοσύνη με δικαίωσε στην προσφυγή μου με ασφαλιστικά μέτρα κατά του περιοδικού Σπίγκελ, που δημοσίευσε στο παρελθόν μέρος των σχετικών ισχυρισμών της Εισαγγελίας του Μονάχου.
Είναι δεδομένο ότι την ίδια οδό δικαίωσης, -που είναι και η μοναδική-, θα ακολουθήσω και κατά κάθε ΜΜΕ στη Γερμανία που θα προβάλλει παρόμοιους συκοφαντικούς ισχυρισμούς».