Πλασματικό χαρακτηρίζει ο ΣΕΒ το πλεόνασμα του Σεπτεμβρίου, καθώς καταγράφεται μεν καλή πορεία εσόδων, λόγω ΕΝΦΙΑ ταυτόχρονα όμως αυξάνονται οι οφειλές του δημοσίου προς τους ιδιώτες.
Στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία ο ΣΕΒ κάνει αναφέρεται και στην ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, το οποίο δεν καθορίζεται μόνο από την τιομή αλλά και από τον λόγο της τιμής προς την ποιότητα και σημειώνει ότι το κλειδί για την αύξηση της τιμής χωρίς την απώλεια της ζήτησης είναι πάντα η αύξηση της ποιότητας των παροχών.
Γι’ αυτό και οι αυξήσεις τιμών που προέρχονται από τις αυξήσεις φόρων στις τουριστικές επιχειρήσεις και όχι από τη βελτίωση του παρεχόμενου προϊόντος, προκαλούν, τελικά, ζημιά σε όλους, καθώς δεν αυξάνουν ούτε την οικονομική δραστηριότητα ούτε και τα έσοδα του κράτους. Η αναντιστοιχία μάλιστα μεταξύ αυξημένων τουριστικών αφίξεων και μειωμένων εσόδων κατά το πρώτο 8μηνο του 2016 υποδηλώνει την σημαντική φοροδιαφυγή στην οποία εξωθεί μέρος των τουριστικών επιχειρήσεων η υπερφορολόγηση. Δημιουργεί μάλιστα πρόσθετα ερωτήματα και ως προς το κατά πόσο τα capital conrols οδηγούν πλέον στη σώρευση αποταμιεύσεων στο εξωτερικό όχι μόνο τις ναυτιλιακές και εξαγωγικές, αλλά και τις τουριστικές επιχειρήσεις, τονίζεται στο δελτίο του ΣΕΒ.
Η καλή πορεία των εσόδων από ΕΝΦΙΑ το Σεπτέμβριο και η διατήρηση, έστω και αποδυναμωμένης, της δυναμικής των εσόδων από ΦΠΑ σε συνδυασμό με τον περιορισμό των ταμειακών δαπανών οδήγησαν σε ένα πολύ μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, που βέβαια είναι πλασματικό καθώς ταυτόχρονα έχουν αυξηθεί σημαντικά οι οφειλές του δημοσίου προς τους ιδιώτες που ανέρχονται πλέον σε €8 δις, ενώ και τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη αυξήθηκαν κατά €3,5 δις ξεπερνώντας πλέον τα €10 δις. Την ίδια ώρα η ανεργία όπως καταγράφεται από τον ΟΑΕΔ παραμένει σε υψηλά επίπεδα, παρά την αξιοσημείωτη εποχική βελτίωση, και οι εισπράξεις από το ταξιδιωτικό συνάλλαγμα αντανακλούν τις επιπτώσεις φορολογικών πολιτικών. Τουλάχιστον, οι εξαγωγές συνεχίζουν να έχουν θετικό ρυθμό μεταβολής.
Τα εργαλεία ανταμοιβής και στήριξης της παραγωγικότητας των εργαζομένων στην Ελλάδα δεν έχουν τύχει της προσοχής και αξιοποίησης που έχουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ. Τα όποια βήματα προόδου που είχαν επιτευχθεί στο παρελθόν έχουν αναστραφεί τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω της υπερβολικής αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης στα εργαλεία αυτά. Αυτό αποτελεί αρνητική εξέλιξη, καθώς τα εργαλεία αυτά θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών ή την επίτευξη κοινωνικά επιθυμητών στόχων, ειδικά σε ό,τι αφορά τις παροχές που αφορούν τη φύλαξη παιδιών, τη ιατροφαρμακευτική ασφάλιση της οικογένειας του εργαζομένου και τη χρήση δημοσίων μέσων μαζικής μεταφοράς. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως του εταιρικού αυτοκινήτου, η φορολογική αντιμετώπιση των τελευταίων ετών οδηγεί, τελικά, σε μείωση των συνολικών εσόδων του κράτους, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Ο νομοθέτης και η αγορά οφείλουν να βρουν μια ισορροπία η οποία να εξασφαλίζει την εύλογη χρήση αυτών των εργαλείων, χωρίς όμως να οδηγούμαστε σε καταστάσεις που να ακυρώνουν την πρακτική χρησιμότητα των εργαλείων αυτών, όπως πλέον συμβαίνει στη χώρα μας.