Ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος αναφερόμενος στο «ροζ» σκάνδαλο με τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ υποστήριξε πως η υπόθεση ξεκινάει από τον Νοέμβριο του 2015.
«Μου είχε σταλεί επισήμως από δικαστική αρχή Το συγκεκριμένο περιεχόμενο που σαφώς ήταν προϊόν υποκλοπής.Απευθύνθηκα τότε στο πρόεδρο του ΣτΕ και στον Άρειο Πάγο. Επειδή η υπόθεση δεν έλαβε έκταση και δημοσιότητα τότε δεν κινήθηκα. Τότε δεν έκανα πειθαρχική κίνηση. Δεν ήταν εύκολη απόφαση».
Σε μία προσπάθεια να εξηγήσει γιατί διέταξε τώρα προκαταρκτική εξέταση είπε «όταν γενικεύθηκε το θέμα και δημοσιοποιήθηκε και από βουλευτή και από Μέσα Ενημέρωσης τότε δεν υπήρχε θέμα προβολής προσωπικών δεδομένων γιατί όλα είχαν δημοσιοποιηθεί.
Έκανα αυτή την κίνηση που έκανα προσεκτικά και για μένα ήταν δύσκολο. Στο κείμενο της παραγγελίας μου δεν αναφερόταν καθόλου στην προσωπική ζωή. Όφειλα να κάνω αυτό που έκανα δηλαδή την άσκηση μια προκαταρκτικής εξέτασης».
Ο κ. Παρασκευόπουλος αναφέρθηκε στο ζήτημα, ύστερα από παρέμβαση του Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος είπε ότι είναι ανεπίτρεπτο να λαμβάνονται υπόψη από έναν υπουργό Δικαιοσύνης θέματα που αφορούν είτε προϊόντα υποκλοπής είτε διακινούμενα προϊόντα κατά παραβίαση, ωμή και πεντακάθαρη, της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων ως αρχής του δικαίου.
«Οπωσδήποτε η θέση μου ήταν δύσκολη σε αυτή την ιστορία, πολύ δύσκολη. Πρέπει να επαναλάβω εδώ - το είπα δημοσίως αλλά να το επαναλάβω και σε εσάς- ότι αυτή η υπόθεση είχε τεθεί υπόψη μου το Νοέμβριο του 2015, και επισήμως από δικαστική Αρχή. Τότε, απευθύνθηκα και στον Πρόεδρο του ΣτΕ και στην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου με ένα έγγραφο, το οποίο έλεγε ότι προς το παρόν υπάρχει μόνο ένα έγγραφο το οποίο προφανώς είναι προϊόν υποκλοπής, δηλαδή παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο, και επιπλέον δεν έχει κοινοποιηθεί με τέτοια ευρύτητα το γεγονός, ώστε να έχει προκύψει σκάνδαλο στη δικαιοσύνη ή να έχει προκύψει ευρύτερη προσβολή προσωπικών δεδομένων του καταγγελλομένου» είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης και πρόσθεσε, για τους λόγους που δεν κίνησε τότε την πειθαρχική διαδικασία: Αυτό θα γινόταν εάν τότε έκανα μια πειθαρχική κίνηση για να καλύπτει και την προκαταρκτική πειθαρχική δίωξη. Επομένως, δεν έκανα τίποτα και δεν ήταν εύκολη απόφαση ξέρετε, με το έγγραφο που είχα στα χέρια μου».
Για την τωρινή του όμως απόφαση, ο υπουργός Δικαιοσύνης εξήγησε: «Όταν γενικεύθηκε πλέον, όταν δημοσιοποιήθηκε το θέμα από πολλές πλευρές -ακόμη και από βουλευτή και ακόμη και από αρθρογραφία, η οποία δεν στηριζόταν αποκλειστικά σε αυτό το θέμα αλλά συσχέτιζε διάφορα στοιχεία- τότε ούτε υπήρχε θέμα αποφυγής ενός σκανδάλου στη Δικαιοσύνη, διότι αυτό είχε ήδη δημιουργηθεί, ούτε υπήρχε θέμα προσβολής προσωπικών δεδομένων διότι αυτά είχαν ήδη κοινοποιηθεί».
«Και βεβαίως δεν στηρίχθηκα στο κείμενο που είχε δημοσιοποιηθεί, αλλά σε άλλες πηγές οι οποίες είχαν κυκλοφορήσει τότε και τις οποίες γνωρίζετε. Και έκανα μια κίνηση τότε, η οποία μου ήταν δύσκολη. Πρόσεξα όμως το κείμενο της παραγγελίας μου να είναι σαφές ότι δεν αναφέρεται καθόλου στην ιδιωτική ζωή», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης.
«Νομίζω ότι είχα υποχρέωση να ενεργήσω, όχι με βάση τη σκοπιμότητα, πότε είναι κατάλληλος χρόνος και πότε όχι, αλλά με βάση τη νομιμότητα τη στιγμή που υπήρχαν οι όροι για την άσκηση μιας πειθαρχικής προκαταρκτικής όφειλα να το κάνω» επέμεινε ο Νίκος Παρασκευόπουλος.
Λίγο νωρίτερα, ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ανδρέας Λοβέρδος αναφέρθηκε στο θέμα λέγοντας: «Πολλά προβλήματα έχει η Δικαιοσύνη και οι αρμόδιοι υπουργοί προσπαθούν να δώσουν λύσεις. Το βασικότερο πρόβλημα είναι η καθυστέρηση της απονομής της. Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας έντασης, που μεταφέρεται και στις αίθουσες των δικαστηρίων από τον χώρο της πολιτικής, είναι ανεπίτρεπτο να λαμβάνονται υπόψη από έναν υπουργό Δικαιοσύνης θέματα που αφορούν είτε προϊόντα υποκλοπής είτε διακινούμενα προϊόντα κατά παραβίαση ωμή και πεντακάθαρη της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων, όχι του οργάνου, αλλά της αρχής αυτής καθεαυτής ως αρχής δικαίου».
«Απορώ» ανέφερε ο κ. Λοβέρδος «πώς, με βάση προϊόντα υποκλοπής -αν είναι υποκλοπή ή άλλης μορφής δημοσιοποίησης προϊόντων προσωπικής επικοινωνίας, απολύτως προσωπικών δεδομένων- κινητοποιούνται πειθαρχικές διαδικασίες».
Και πρόσθεσε: «Είναι απολύτως ανεπίτρεπτο και απορώ πως μια κυβέρνηση που υποτίθεται είναι ευαίσθητη στα ζητήματα του κράτους δικαίου έχει προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Ο λαός ελέγχει. Η Βουλή ελέγχει».