Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε τράπεζα η οποία φορολογήθηκε με το ποσό των 305.000 ευρώ για πώληση μετοχών, η οποία όμως κατά την τράπεζα ήταν ζημιογόνα.
Και δικαιώθηκε αφού το ΣτΕ ερμηνεύοντας τα άρθρα του Συντάγματος αλλά και τους νόμους που ίσχυαν κατά το 2009 -όταν άρχισε η δικαστική διαμάχη- έκρινε ότι «υπόκειται σε φόρο εισοδήματος η προσαύξηση της περιουσίας που πηγάζει από την πώληση μετοχών ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ήτοι το κέρδος που προσπορίζεται ο πωλών τις μετοχές από τη μεταβίβαση αυτή, ενόψει της υπεραξίας τους».
Σύμφωνα με τους δικαστές του Β' τμήματος, η επιβολή φόρου εισοδήματος, προϋποθέτει κερδοφόρα πώληση, είναι δε διάφορο το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού και φορολόγησης της σχετικής περιουσιακής προσαύξησης.
Κατά συνέπεια, συνεχίζουν οι δικαστές, «έπεται ότι, αν η πώληση τέτοιων μετοχών είναι ζημιογόνα για τον πωλητή, δεν γεννάται φορολογική οφειλή, βάσει του άρθρου 13 παρ. 2 του ΚΦΕ, ο δε καταβληθείς φόρος πρέπει είτε να επιστραφεί στον πωλητή είτε να συμψηφιστεί με το φόρο εισοδήματος που αυτός τυχόν οφείλει για την ίδια χρήση».
Με αυτό το σκεπτικό, το ΣτΕ ακύρωσε φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους του 2010, του προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της Τράπεζας φόρος εισοδήματος 250.000 ευρώ, λόγω πώλησης μετοχών καθώς και πρόσθετος φόρος 55.000 ευρώ.