Ανοικτό άφησε το ενδεχόμενο να αποχωρήσει από την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού το προσεχές καλοκαίρι ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς με δηλώσεις του. Ο Σέρβος προπονητής αναφέρθηκε στους 22 τίτλους που έχει κατακτήσει με τους «πράσινους», ενώ απέκλεισε το ενδεχόμενο να επιστρέψει στον πάγκο της εθνικής Σερβίας.
Αναλυτικά η συνέντευξη του «Ζοτς» στη ρωσική εφημερίδα «Sport-Express»:
Γιατί ολοκληρώσατε τόσο νωρίς, στα 31 σας χρόνια, την καριέρα σαν παίκτης; Δεν είχατε κάποιον τραυματισμό...
«Θα μπορούσα να συνεχίσω να παίζω, αλλά η Παρτιζάν μού πρόσφερε τη θέση του προπονητή. Τότε ήμουν αρχηγός της εθνικής ομάδας και προετοιμαζόμουν για το Ευρωμπάσκετ της Ιταλίας, αλλά μετά την πρόταση της Παρτιζάν αποφάσισε να σταματήσω την καριέρα μου, πολύ απλά επειδή γνώριζα πως κάποια μέρα θα γινόμουν προπονητής. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη, καθώς όλοι ήταν αντίθετοι, ειδικά οι συμπαίκτες μου στην ομάδα. Πιθανώς ο μόνος που με στήριξε ήταν ο Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος της Παρτιζάν και μου έκανε την πρόταση».
Στην πρώτη σας χρονιά σαν προπονητής, σε ηλικία 32 ετών, κατακτήσατε την Ευρωλίγκα. Πώς είναι κάτι τέτοιο δυνατό;
«Ήταν πολύ δύσκολοι καιροί για τη Γιουγκοσλαβία. Λόγω του πολέμου, η FIBA είχε αποφασίσει να διεξάγονται όλοι οι διεθνείς αγώνες των ομάδων της χώρας εκτός Γιουγκοσλαβίας. Δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε, αλλά πήραμε όλους τους τίτλους. Είναι ασυνήθιστο για έναν νέο προπονητή, αλλά έγινε».
Πώς έχετε καταφέρει, αν και δεν είστε μεγάλος σε ηλικία-να έχετε τόσες διακρίσεις;
«Αυτό που έχει σημασία είναι η ομάδα. Προσπαθώ να δημιουργώ καλή ατμόσφαιρα στην ομάδα, ώστε να υπάρχει αλληλοσεβασμός. Δουλεύω ώστε να έχουμε κοινή φιλοσοφία. Όλοι πρέπει να αντιληφθούν γιατί παίζουμε όπως παίζουμε και τι σημαίνει να φοράς τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Επίσης είναι πολύ σημαντικό για τους παίκτες να αγαπούν αυτό που κάνουν και να το κάνουν με ευχαρίστηση. Χαίρομαι που πάω στο γήπεδο και συνεργάζομαι από το πρωί ως το βράδυ με αυτούς τους παίκτες κι αυτούς τους συνεργάτες. Άλλωστε, νιώθω τυχερός που κάνω για επάγγελμα αυτό που ακριβώς μου αρέσει».
Είσαστε 13 χρόνια στον Παναθηναϊκό και παίζετε ένα μοντέρνο μπάσκετ. Μάλλον αυτό δεν οφείλεται μόνο στο καλό κλίμα στα αποδυτήρια...
«Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη συνταγή. Υπάρχουν όμως πολλές λεπτομέρειες και όλες έχουν μεγάλη σημασία. Κάθε χρόνο προσπαθούμε να ενσωματώσουμε τους νέους παίκτες στην ομάδα. Από μένα και τους παλαιότερους στην ομάδα εξαρτάται πόσο ομαλή θα είναι η προσαρμογή τους, όχι μόνο στις προπονήσεις και τους αγώνες, αλλά κι εκτός γηπέδου. Ένας προπονητής πρέπει να έχει και τις ικανότητες ενός ψυχολόγου για να διατηρεί τους παίκτες του συγκεντρωμένους και πάντα με κίνητρο. Μπορεί να έχεις τους καλύτερους παίκτες, αλλά όταν δεν υπάρχει κίνητρο δεν μπορείς να ξεπεράσεις ένα συγκεκριμένο ταβάνι. Ένα λάθος αρκεί για να είναι μοιραίο πολλές φορές. Άλλωστε κάποια ματς κρίνονται σε ένα λάθος, μία επιλογή, ένα σουτ. Όταν οι παίκτες δίνουν τα πάντα στο ματς, έστω κι αν χάσουμε δεν έχω να τους προσάψω τίποτα. Απλώς συγχαίρουμε τον αντίπαλο για τη νίκη και συνεχίζουμε τη δουλειά μέχρι να πετύχουμε το στόχο μας».
Για να κατακτήσεις τη μία Ευρωλίγκα μετά την άλλη χρειάζεσαι πολλούς καλούς παίκτες. Συχνά ανάμεσα σε παίκτες-αστέρες μπορεί να προκύψουν διαμάχες που να πλήξουν την ομάδα. Είχατε τέτοια προβλήματα στην καριέρα σας;
«Ποτέ! Φυσικά στη διάρκεια μίας σεζόν κάθε ομάδα περνά δύσκολες περιόδους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, δεν πρέπει να κατηγορείς αδιάκριτα τους παίκτες. Πρέπει να συζητάς με ειλικρίνεια μαζί τους και κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Δεν θέλω να συζητάω εν τη απουσία του άλλου. Ποτέ πίσω από την πλάτη κάποιου».
Αυτό είναι, λοιπόν, το μυστικό της επιτυχίας σας;
«Όχι, δεν είναι μυστικό. Είναι ο μόνος τρόπος».
Λέγεται ότι οι καλοί πλέι μέικερ γίνονται καλοί προπονητές. Σαν παλιός πλέι μέικερ, επιβεβαιώνετε αυτή την άποψη;
«Δεν πιστεύω πως έχει σχέση η θέση. Ο Κρέσιμιρ Τσόσιτς, για παράδειγμα, ήταν ψηλός αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει ένας από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία του μπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας. Όλα είναι σχετικά. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να αγαπάς αυτό που κάνεις και να μπορείς να απαντάς στις ερωτήσεις των παικτών. Για να γίνω προπονητής, έχασα τον ύπνο μου για δύο μήνες. Όσα γίνονται στην προπόνηση πρέπει να έχουν έναν σκοπό και να μπορώ να απαντώ σε κάθε ερώτηση. Όταν δεν ξέρεις την απάντηση, οι παίκτες χάνουν την εμπιστοσύνη στον προπονητή και αυτή η ομάδα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία».
Έχετε κατακτήσει την Ευρωλίγκα με τον Παναθηναϊκό πέντε φορές. Δεν έχετε βαρεθεί; Από πού αντλείται κίνητρο;
«Κίνητρό μου είναι η αγάπη μου για αυτό που κάνω. Η στάση μου απέναντι στη δουλειά μου είναι ίδια, όπως το 1991. Έχω ακόμη την ίδια δίψα και παίρνω την ίδια χαρά δουλεύοντας με την ομάδα, με τους νέους παίκτες κι όποιον άλλο έρχεται κάθε χρόνο στην ομάδα. Γιατί παραμένω στον Παναθηναϊκό; Ήρθα στην ομάδα το 1999 και κατακτήσαμε όλους τους τίτλους. Σε 12 χρόνια πήραμε 11 πρωταθλήματα, 6 Κύπελλα και 5 φορές την Ευρωλίγκα. Παίξαμε σε 27 τελικούς και νικήσαμε στους 22. Μετά από όλα αυτά το μόνο που θέλω να κάνω είναι να συνεχίσω. Με τη διοίκηση του συλλόγου υπάρχει σύμπνοια και με τον κόσμο της ομάδας έχουμε μία ξεχωριστή σχέση».
Γιατί απορρίψατε πριν από ένα χρόνο την πρόταση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, που έψαχνε για νέο προπονητή μετά την απόληση του Ντούσκο Βουγιόσεβιτς; Δεν θέλετε να κατακτήσετε την Ευρωλίγκα με μία πέμπτη διαφορετική ομάδα;
«Έχω καλή σχέση με τον πρόεδρο της ΤΣΣΚΑ, Αντρέι Βατούτιν. Είναι χαρά μου να μιλάμε για διάφορα θέματα, όταν έχουμε την ευκαιρία. Όμως δεν είμαι ο άνθρωπος που ενώ έχω συμβόλαιο με μία ομάδα θα διαπραγματευτώ με κάποια άλλη. Ποτέ δεν εξετάζω προτάσεις στη διάρκεια της σεζόν. Γι' αυτό υπάρχει το καλοκαίρι. Αν το έκανα θα έδειχνα έλλειψη σεβασμού απέναντι στον εαυτό μου, τους παίκτες και τον κόσμο του Παναθηναϊκού. Το ερχόμενο καλοκαίρι τελειώνει το συμβόλαιό μου και τότε μπορώ να συζητήσω για άλλες προοπτικές».
Θα θέλατε να συνεργαστείτε ξανά με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς στην εθνική Σερβίας και βλέπετε τον εαυτό σας να επιστρέφει στον πάγκο της;
«Όχι, όχι... Πέρασα δώδεκα χρόνια στην εθνική ομάδα και πήγα σε επτά μεγάλες διοργανώσεις μαζί της. Μετά τις αποτυχίες του 2004 και του 2005 αποφάσισα να σταματήσω. Ποτέ μη λες ποτέ, αλλά για την ώρα δεν το σκέφτομαι να επιστρέψω. Πρώτον επειδή είμαι καλά στην ομάδα μου και δεύτερον επειδή εργαζόμενος στην εθνική ομάδα πέρασα δώδεκα χρόνια χωρίς διακοπές. Τώρα έχω την ευκαιρία να περνώ τουλάχιστον δύο μήνες κοντά στην οικογένειά μου και στους φίλους μου. Έτσι γεμίζω τις μπαταρίες μου για να εργαστώ ξανά την επόμενη σεζόν».