Μετά από τη Moody’s και η Fitch δεν φαίνεται να συμμερίζεται την υπέρμετρη αισιοδοξία της Αθήνας αλλά και των Βρυξελλών ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά από εδώ και πέρα, κρατώντας παράλληλα πιο χαμηλά τον πήχη των προβλέψεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης της επόμενης χρονιάς.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Οίκου, με δεδομένο ότι η Αθήνα δεν αντιμετωπίζει, πλέον, ιδιαίτερα προβλήματα ρευστότητας λόγω των περιορισμένων δανειακών υποχρεώσεων τους επόμενους μήνες και έχοντας πάντα στη διάθεση της το «εργαλείο» της εσωτερικής στάσης πληρωμών, η δεύτερη αξιολόγηση είναι πολύ πιθανόν να «γλιστρήσει» και στους πρώτους μήνες του 2017. Το σημείο τριβής εκτιμάται ότι θα είναι τα εργασιακά και όπως εκτιμά ο Οίκος, οι συζητήσεις αυτές μπορούν να «τραβήξουν» ως το δεύτερο τρίμηνο του επόμενου έτους, καθώς η ελληνική πλευρά έχει «μαξιλάρια» ρευστότητας ως τότε.
Ο Οίκος αναγνωρίζει, βέβαια, ότι το πράσινο φως του Eurogroup για τη δεύτερη υποδόση, σηματοδοτεί τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ αναδεικνύει την κατεύθυνση σημαντικών κονδυλίων (1,7 δις ευρώ) για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, γεγονός που υποβοηθά την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Παρά ταύτα, η Fitch δεν συμμερίζεται τις επίσημες προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% το 2017, εκτιμώντας ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα διαμορφωθούν στα επίπεδα του 1,8%. Η εκτίμηση αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ταυτίζεται με ανάλογη πρόβλεψη της Moody’s κι αυτό αν μη τι άλλο φανερώνει το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι αγορές τα μεγέθη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο Οίκος επιμένει, δε, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν υψηλά ρίσκα στην εφαρμογή του Προγράμματος- γι’ αυτό άλλωστε διατήρηση την αξιολόγηση στο CCC- εκτιμώντας ότι η επίτευξη των υψηλών πλεονασμάτων του 2017 και του 2018 (1,75% και 3,5% αντιστοίχως) θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, άποψη που στην οποία «κολλάει» με τις ενστάσεις και επιφυλάξεις του ΔΝΤ.
Ειδικά όσον αφορά στο θρίλερ του Χρέους, ο Οίκος σημειώνει ότι μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την υλοποίηση του Προγράμματος αν η ελληνική πλευρά πειστεί ότι η τήρηση των δεσμεύσεων οδηγεί σε ελάφρυνση, ενώ αντιθέτως αν οι πολίτες και η κυβέρνηση θεωρήσουν μια τέτοια προοπτική μακρινή ή απίθανη, τότε οι εξελίξεις θα είναι αρνητικές.