Οι γονείς των ατόμων που νοσούν με διατροφικές διαταραχές έχουν πολύ υψηλό στρες της τάξης του 40% και περίπου το 47% έχει κλινικά σημάδια κατάθλιψης, ενώ ο μέσος όρος διάρκειας της νόσου της διατροφικής διαταραχής είναι τα 9 χρόνια.
Τα ενδιαφέροντα αυτά στοιχεία παρουσίασε στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή "104, 9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ" η κα Μαρία Τσιάκα, διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών και υποψήφια Διδάκτωρ του Kings College, οικογενειακή θεραπεύτρια εξειδικευμένη στις διατροφικές διαταραχές. Η κα Τσιάκα, είναι η πρώτη συγγραφέας- ερευνήτρια της μελέτης που διενήργησε το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Kings College του Λονδίνου, στην Αθήνα από τον Απρίλιο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014. Η έρευνα παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ψυχοθεραπείας που έγινε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2015, ενώ έχει κατατεθεί για έγκριση δημοσίευσης στο επιστημονικό περιοδικό European Eating Disorders Review.
Η ταυτότητα της έρευνας
«Αυτή είναι η πρώτη πανελλαδική έρευνα που γίνεται για τις διατροφικές διαταραχές. Μαζί με την καθηγήτριες Ψυχιατρικής του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του Kings College (τμήμα Ψυχολογικής Ιατρικής παράρτημα διατροφικών διαταραχών), Janet Treasure, και Urlike Schmidt, κάναμε τη μελέτη στην Αθήνα από τον Απρίλιο του 2012 έως το 2014 σε ένα δείγμα 112 γονιών, εκ των οποίων 73 μητέρες και 39 πατεράδες, με μέσο όρο ηλικίας 55 ετών.Είναι γονείς 81 ατόμων με διατροφικές διαταραχές, με μέσο όρο ηλικίας τα 25 έτη. Από αυτούς το 94% του δείγματος είναι γυναίκες και το 6% είναι άνδρες.Το 54% του δείγματος πάσχει από νευρική βουλιμία, το 28% από νευρική ανορεξία και το 16% από αδηφαγική διαταραχή (binge eating disorder). Αυτό που αποδεικνύεται για τις διατροφικές διαταραχές είναι ότι οι γονείς των ατόμων που νοσούν έχουν πολύ υψηλό στρες της τάξης του 40% και περίπου το 47% έχει κλινικά σημάδια κατάθλιψης, ενώ ο μέσος όρος διάρκειας της νόσου της διατροφικής διαταραχής είναι 9 χρόνια».
Όσο κλιμακώνεται η κατάθλιψη τόσο αυξάνεται η υπερπροστατευτικότητα
Σύμφωνα με την κα Τσιάκα η κατάθλιψη συνδέεται με ένα βασικό χαρακτηριστικό που εμφανίζουν οι γονείς και αυτό είναι η υπερπροστατευτικότητα. «Κάτι που λειτουργεί με έναν τρόπο αρνητικό ως προς τη διαχείριση της ασθένειας. Αυτό δείχνουν όλες οι έρευνες στο εξωτερικό και αυτό προσπαθήσαμε κι εμείς να μελετήσουμε. Όσο πιο βαριά είναι η μορφή της κατάθλιψης που παρουσιάζει ένας γονιός, τόσο περισσότερο υπερπροστατευτικός γίνεται, δείχνει η έρευνα. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συντηρηθεί χρονικά και να ισχυροποιηθεί η νόσος του παιδιού του. Δεν είναι τυχαίο που το δείγμα είναι από τα μεγαλύτερα δείγματα παγκοσμίως με τόσο υψηλό μέσο όρο παραμονής μέσα στη νόσο της διατροφικής διαταραχής, τα εννιά χρόνια. Μιλάμε, πλέον, για χρόνια νόσο».
Όχι σε συναισθηματικούς εκβιασμούς
Ουκ εν τω πολλώ το ευ θα μπορούσε κανείς να πει για την υπερπροστατευτικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις κι αυτό γιατί όπως φαίνεται οι γονείς εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο. Σύμφωνα με την κα Τσιάκα: «Για να μπορέσουν οι γονείς να βοηθήσουν τα παιδιά τους πρέπει καταρχήν να καταλάβουν ότι αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ασθένεια. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι αντίδραση. Δεν είναι αντίδραση. Είναι πολύ σημαντικό, επίσης, να μην διευκολύνουμε αυτά τα άτομα σε σχέση με τις διατροφικές τους συνήθειες. Για παράδειγμα, πολλές μητέρες μπορεί να κάνουν ακόμα και 20 χιλιόμετρα για να αγοράσουν μία τυρόπιτα, την οποία μόνο αυτή τρώει η κόρη τους.Πολλές φορές εκβιάζουν οι ασθενείς.«Αν δεν μου κάνεις αυτό, δεν θα φάω». Και το πρόβλημα είναι ότι συχνά οι οικογένειες, επειδή είναι τρομοκρατημένες ότι το παιδί τους δεν θα φάει, ενδίδουν σε αυτές τις συμπεριφορές. Όσο πιο πολύ ενδίδουν, λοιπόν, οι γονείς τόσο περισσότερο ισχυροποιείται η ασθένεια.Το καλύτερο που έχει να κάνει ένας γονιός, είναι να θέτει όρια και να αρνείται να υποκύπτει σε τέτοιου είδους εκβιασμούς».
Η επιβάρυνση των γονέων είναι αντίστοιχη με αυτή που βιώνουν οι φροντιστές ατόμων με Αλτσχάιμερ
Όπως τονίζει η κα Τσιάκα είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσουν βοήθεια οι ίδιοι οι γονείς στο πως θα διαχειριστούν την ασθένεια, διότι η ασθένεια δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον ασθενή, αλλά αφορά και το περιβάλλον του.«Δηλαδή, το περιβάλλον οργανώνεται γύρω από τον ασθενή άθελα του, χωρίς να το γνωρίζει και χωρίς να το καταλαβαίνει. Οι οικογένειες πρέπει πραγματικά να εκπαιδευτούν πως θα διαχειριστούν τα επιμέρους θέματα που προκύπτουν από την ανορεξία. Η ανορεξία είναι μία πολύ δύσκολη νόσος. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς που έχουν παιδιά με νευρική ανορεξία «καίγονται» με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο «καίγονται» οι οικογένειες που έχουν άτομα με Αλτσχάιμερ.Είναι τόσο επιβαρυμένη η φροντίδα αυτών των ατόμων που οι οικογένειες έρχονται σε πολύ δύσκολη θέση. Αν, λοιπόν, δεν έχουν γνώση, δεν έχουν υποστήριξη το πώς θα κάνουν τη διαχείριση, δεν θα μπορέσουν να βοηθήσουν τα άτομα που πάσχουν».
Συμπεριφορές που σηματοδοτούν τη νευρική ανορεξία
Ποια είναι, όμως, τα συμπτώματα, πέραν της ορατής μεγάλης απώλειας κιλών, που σηματοδοτούν τη νευρική ανορεξία; Όπως εξηγεί η κα Τσιάκα υπάρχουν πρώιμα σημάδια και συμπεριφορές που προοιωνίζουν μία τέτοια κατάσταση.«Το άτομο αρχίζει και περιορίζει μεγάλες γκάμες τροφών.Το βασικό είναι ότι στην αρχή αποκλείουν από το διατροφολόγιο τους τα γλυκά, μετά πετάνε ότι αφορά τους υδατάνθρακες και μετά αρχίζουν και περιορίζουν πάρα πολύ την πρωτείνη και τα τυριά. Επί της ουσίας, καταλήγουν να κάνουν μονοφαγίες, γιατί θεωρούν ότι με αυτή την κατανάλωση τροφών επιτυγχάνεται ακόμη μεγαλύτερη μείωση βάρους. Αυτό είναι το ένα. Μετά ο ασθενής, αρχίζει και γίνεται πάρα πολύ επιθετικός. Θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο σε ότι αφορά στην τροφή. Από τον τρόπο παρασκευής της τροφής, μέχρι τι ώρα θα φάει, πόσο θα φάει, πού θα το φάει. Οι καυγάδες είναι ομηρικοί γύρω από τα τραπέζια. Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι αποφεύγει να πει την αλήθεια και συχνά λέει ψέματα στους οικείους του και στον ίδιο του τον εαυτό. Ο εγκέφαλος παθαίνει τέτοια βλάβη που νομίζει ότι έχει φάει, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει και δεν έχει καταναλώσει καμία τροφή».
Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου
Όσον αφορά στην εικόνα που βλέπει ο ασθενής στον καθρέφτη, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν βλέπουν στο είδωλο τους κάτι αφύσικο, ενώ η καχεξία είναι εμφανής. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει πάντα. Σύμφωνα με την κα Τσιάκα:«Πολλές γυναίκες έχουν την αίσθηση ότι έχουν χάσει πολύ βάρος και ότι πραγματικά είναι καχεκτικές, κυρίως στις περιπτώσεις που έχουμε οξεία μορφή ανορεξίας, στις εφήβους, ας πούμε, που μπορεί να έχουν χάσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πολλά κιλά. Εκεί έχουν πραγματική αντίληψη της εικόνας τους και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο περίγυρος αρχίζει και σχολιάζει πάρα πολύ αρνητικά το βάρος. Και ας μην ξεχνάμε, όταν είσαι έφηβος είσαι πολύ επιρρεπής στις κριτικές των άλλων.Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που η απώλεια του βάρους γίνεται σταδιακά, οπότε ο περίγυρος δεν το αντιλαμβάνεται άμεσα».
Διατροφικές διαταραχές: ψυχολογική ή βιολογική ασθένεια;
Τα media και η κοινωνία, τονίζει η κα Τσιάκα, πρέπει να ευαισθητοποιηθούν πάρα πολύ. «Στην Ευρώπη, μόνο, αυτή τη στιγμή οι διατροφικές διαταραχές κυμαίνονται σε ποσοστά από 7-10%, είναι πολύ μεγάλα ποσοστά δεν μπορούμε να αγνοούμε τα άτομα αυτά που νοσούν.Αυτή η ασθένεια έχει και βιολογική και γενετική βάση,δεν είναι μόνο ψυχολογική.Ξεκινάει ως ψυχολογική και γίνεται βιολογική.Γι' αυτό και είναι πάρα πολύ δύσκολο μετά να αναχαιτίσουμε την ασθένεια, επισημαίνει η κα Τσιάκα.«Σε μία παγκόσμια έρευνα που διεξάγεται, αυτή τη στιγμή, σε δείγμα 25.000 γονέων- ατόμων με νευρική ανορεξία (Charlotte's Helix Project) οι επιστήμονες, παίρνοντας δείγματα DNA, αναζητούν ευρήματα για να διαπιστώσουν τη γενετική βάση της ασθένειας. Στόχος της έρευνας αυτής είναι να αποδειχθεί ότι οι διατροφικές διαταραχές έχουν ισχυρή γενετική και βιολογική βάση,προκειμένου να ενταχθούν πλέον στις βιολογικές ασθένειες και να βγούν από την κατηγορία των ψυχολογικών νόσων»
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)