Σοκαριστική ήταν η απολογία του Τάσου Τσιουχάρα, του συζυγοκτόνου του Βελβεντού Κοζάνης στο δικαστήριο, ο οποίος δολοφόνησε στην κρεβατοκάμαρα την Ανθή Λινάρδου και στη συνέχει την φρέζαρε στο χωράφι του.
Στην απολογία του, μέρη της οποίας δημοσιεύει το kozanilife, o συζυγοκτόνος περιγράφει το πώς δολοφόνησε την Ανθή Λινάρδου και στη συνέχεια πώς προσπάθησε να εξαφανίσει την σορό της.
Ωστόσο, ιδιαίτερα αποκαλυπτική η απολογία του για την γνωριμία του με την Ανθή αλλά και το γεγονός πως δηλώσει ότι εξακολουθεί να την αγαπάει: «Είχαμε ερωτευθεί παράφορα με την Ανθή. Αφοσιώθηκα στην οικογένειά μου πλήρως. Η Ανθή είχε παράλογες απαιτήσεις, ενώ είχε γίνει πολύ οξύθυμη τελευταία και ήταν αυταρχική. Προσπαθούσα να της κάνω όλα τα χατίρια. Μου είχε πει ότι ήθελε να χωρίσουμε. Την αγαπούσα και συνεχίζω να την αγαπάω. Στις 23 Δεκεμβρίου κατεβήκαμε στην Αθήνα και στις 31 εγώ ξανακατέβηκα μόνος. Τις είχα πάρει δώρα και μπότες. Είχε βγάλει τον νάρθηκα.»
Οσον αφορά τη μοιραία νύχτα ο κατηγορούμενος αναλυτικά περιέγραψε: «Επιστρέφοντας το μοιραίο βράδυ στις 21:00, η Ανθή πήγε να ξαπλώσει. Είδα ότι κάτι την απασχολούσε. Πήγα με ήρεμο τρόπο και της είπα: Τι κάνεις; Είσαι κουρασμένη; Εκείνη μου απάντησε πως δεν είχε όρεξη και με έδιωξε. Θύμωσα και της είπα: γιατί το κάνεις αυτό; Να προσπαθήσουμε… Εκείνη μου είπε πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Κοίταξα τα μηνύματά της στο κινητό, και όταν της είπα λεπτομέρειες, εκείνη μου είπε να μη σε νοιάζει τι κάνω εγώ. Της απάντησα πως δε θέλω να χωρίσουμε και τη ρώτησα ποιος είναι ο λόγος που θέλει εκείνη να χωρίσουμε. Μήπως είναι τα μηνύματα που ανταλλάσσεις; τη ρώτησα… Με έβρισε… Δε θυμάμαι από εκεί και πέρα τι με έπιασε… Θόλωσα, την έπιασα από το λαιμό, στο ενδιάμεσο τη χτύπησα… Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ πως… Και μετά κατάλαβα ότι δεν ανταποκρίνεται αλλά ήταν πλέον αργά. Προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε… Αυτό που μου προκάλεσε αυτή την αντίδραση ήταν το ότι μου επιτέθηκε εκείνη. Κάθισα να σκεφτώ, τι θα κάνω; Προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά τα πράγματα και τις σκέψεις μου στο μυαλό μου. Θυμάμαι ότι έκλαιγα. Δεν ζήτησα βοήθεια γιατί ήταν πλέον αργά. Εγώ φταίω για αυτό που συναίβει και πρέπει να τιμωρηθώ. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν τα παιδιά. Φοβήθηκα ότι θα μου τα πάρουν. Πήρα την απόφαση να εξαφανίσω το πτώμα για να αποφύγω τις συνέπειες. Την έβαλα στο φορτηγάκι ώστε να μη φαίνεται, έτρεχα σαν τρελός και προσπαθούσα να σκεφτώ που να πάω το πτώμα. Σκέφτηκα να πάω στη λίμνη. Μετά, σκέφτηκα το χωράφι.Κινήσεις πανικού. Προσπάθησα να βρω μια πειστική ιστορία. Δεν κοιμήθηκα κανονικά από τότε και δεν ξέρω πότε θα ξανακοιμηθώ κανονικά.
Ζητάω συγνώμη για την πράξη μου, ο Θεός να με συγχωρέσει. Προσπαθούν να με αποξενώσουν από τα παιδιά μου και εμένα και τους γονείς μου. Θέλω να δω τα παιδιά μου!», με αποτέλεσμα να επικρατήσει ένταση στο δικαστήριο απαντώντας του με έντονο ύφος και φωνές από την πλευρά της Ανθής πως τα παιδιά να τα αφήσει ήσυχα!