Την παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πιθανότατα έως τον Σεπτέμβριο του 2017 εκτιμούν οι οικονομικοί αναλυτές.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του CNBC, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να επεκτείνει το -ύψους τρισεκατομμυρίων ευρώ- πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και μετά τον Μάρτιο του 2017, οπότε και λήγει. Στόχος είναι η ώθηση της οικονομίας στην Ευρωζώνη που φαίνεται να παραμένει στάσιμη και να εμφανίζει αναιμική ανάπτυξη. Σημειώνεται ότι η οικονομία της Ευρωζώνης επιβραδύνθηκε ελαφρά τον Αύγουστο.
Η αυριανή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι κρίσιμη για το μέλλον του QE αν και οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι αποφάσεις δεν θα ληφθούν αύριο αλλά προς το τέλος του έτους. Περίπου 70 οικονομικοί αναλυτές που ρωτήθηκαν από το Reuters προβλέπουν ότι ΕΚΤ δεν θα αναλάβει δράση για την επιμήκυνση του προγράμματος στην αυριανή συνεδρίαση και ότι η παράταση δεν θα γίνει πριν το τέλος του χρόνου.
Με βάση τις έως τώρα ανακοινώσεις, το πρόγραμμα θα διαρκέσει έως τον Μάρτιο του 2017 και το συνολικό ποσό θα φτάσει το 1,7 τρισ. ευρώ. Η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων που έλαβαν μέρος σε πρόσφατη έρευνα του πρακτορείου Bloomberg (πάνω από 80%), εκτιμά ότι ο Ιταλός τραπεζίτης θα αυξήσει την ποσοτική χαλάρωση.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στη Φρανκφούρτη, μετά τη συνεδριάση του ΔΣ της Τράπεζας, σημείωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για τον ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ το 2017 και το 2018, στο 1,6% από 1,7% που ήταν η προγενέστερη πρόβλεψη, ενω για φέτος η πρόβλεψη αναθεωρήθηκε επί τα βελτίω στο 1,7% από 1,6%.
Για την πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ διατήρησε την πρόβλεψή της για την αύξησή του στο 1,6% το 2018. Ωστόσο, για το 2017 η πρόβλεψη αναθεωρείται προς τα κάτω, συγκεκριμένα στο 1,2% από 1,3%.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ επανέλαβε ότι η Γερμανία διαθέτει τα περιθώρια για να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική της. Γενικότερα, υπογράμμισε ότι στην Ευρωζώνη η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Προσέθεσε, πάντως, ότι το «μίγμα της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής είναι σημαντικότερο από το απόλυτο μέγεθός της», επισημαίνοντας ότι το μίγα δημοσιονομικής πολιτικής που συμβάλλει στην ανάπτυξη και είναι φιλικό προς αυτήν είναι αυτό που οι φόροι και οι δαπάνες διαμορφώνονται πιο χαμηλά από τα τρέχοντα επίπεδα, ενώ οι επενδύσεις είναι υψηλότερες.