Η σημερινή μέρα ανακαλεί στη συλλογική μας μνήμη δύο γεγονότα με μεγάλη σημασία και συμβολισμό. Σαν σήμερα στις 10 Δεκεμβρίου 1893, ο Χαρίλαος Τρικούπης διεμήνυε προς τους δανειστές της Ελλάδας ότι η χώρα πτώχευσε. Όμως εβδομήντα χρόνια αργότερα, η χώρα μας θα αποσπούσε την τιμή στο πρόσωπο του Γιώργου Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας που του απένειμε η Σουηδική Ακαδημία.
Μια ημερομηνία, δύο γεγονότα, δύο Ελλάδες. Η σημερινή μέρα κουβαλά πολλές οι αντιστοιχίες και συμβολισμούς για τον ελληνικό λαό.
Η πτώχευση...
Ήταν 10 Δεκεμβρίου του έτους 1893, όταν ένας από τους ιστορικότερους πρωθυπουργούς της Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέβαινε στο βήμα της Βουλής των Ελλήνων. Απευθυνόμενος στους βουλευτές, τον ελληνικό λαό και τους διεθνείς δανειστές της χώρας, ο Τρικούπης θα διεμήνυε πως «πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς ότι δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Με τον τρόπο αυτό, η χώρα μετά από ένα αρκετά φιλόδοξο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού παραδεχόταν την αδυναμία της να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των δανείων της. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι πιστωτές της Ελλάδας επέβαλλαν το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και μαζί του μια μακρά περίοδο επίπονων δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας.
...και το πρώτο Νόμπελ της Ελλάδας
Όμως, εβδομήντα χρόνια αργότερα, το 1963 η Ελλάδα θα απολάμβανε τη διεθνή καταξίωση μέσα από το πρώτο Νόμπλελ Λογοτεχνίας. Σαν σήμερα, η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών απένειμε στον διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη τον ύψιστο τίτλο διάκρισης για το έργο του.
Τότε, κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, ο Σεφέρης έκανε τη μνημειώδη πλέον ομιλία του για την Ποίηση, την Ελλάδα και τον Άνθρωπο αναφέροντας:
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. [...]
Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. [...]
Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».