Τους παραλληλισμούς μεταξύ της αντιμετώπισης των Εβραίων προσφύγων κατά τη διάρκεια του διωγμού τους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτής των θυμάτων της εμπόλεμης Συρίας, αναδεικνύουν οι New York Times.
Ολόκληρο το άρθρο:
Στις 30 Απριλίου του 1941, ένας Εβραίος άνδρας από το Άμστερνταμ έγραψε μια απελπισμένη επιστολή σε έναν Αμερικάνο φίλο του, ζητώντας του βοήθεια για να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα που θα μπορούσα να καταφύγω» έγραφε στο γραμμα του και πρόσθετε, «κυρίως για το καλό των παιδιών μου».
Ένας εθελοντής ανακάλυψε τυχαία αυτήν την έκκληση για βοήθεια το 2005, καθώς τακτοποιούσε παλιά αρχεία προσφύγων του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου στη Νέα Υόρκη. Έμοιαζε με αμέτρητα άλλα παρόμοια αρχεία, μέχρι που είδε τα ονόματα των παιδιών στα οποία αναφερόταν το γραμμα.
«Θεέ μου», είπε, «αυτό είναι το αρχείο της Άννας Φρανκ».
Μαζί με την επιστολή βρίσκονταν και πολλά άλλα γράμματα από τον Οτο Φρανκ, ο οποίος αναζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια για να γλιτώσει αυτός και η οικογένεια του από τη ναζιστική δίωξη και να αποκτήσουν βίζα για την Αμερική, τη Βρετανία ή την Κούβα.
Ωστόσο, δεν τα είχε καταφέρει ακόμη λόγω και της παγκόσμιας αδιαφορίας που κυριαρχούσε τότε για τους Εβραίους πρόσφυγες.
Όλοι γνωρίζαμε ότι τα παιδιά της οικογένειας Φρανκ δολοφονήθηκαν από τους Ναζί, αλλά αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ο τρόπος με τον οποίον η μοίρα της Άννας σφραγίστηκε από έναν ακατανόητο φόβο έναντι των προσφύγων, των πιο απελπισμένων ανθρώπων του κόσμου.
Σας θυμίζει κάτι;
Ο Πρόεδρος Ομπάμα υποσχέθηκε να δώσει καταφύγιο σε 10.000 Σύριους πρόσφυγες - ένα πολύ μικρό αριθμό, μόνο το ένα πέμπτο του 1% του συνόλου των προσφύγων από την μαρτυρική αυτή χώρα – ενώ η Χίλαρι Κλίντον διστακτικά πρότεινε την αύξηση αυτού του αριθμού.
Την ίδια ώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα επικρίνει αυτήν την προθυμία να υποδεχθεί η Αμερική Σύρους που αναζητούν ασφαλείς καταφύγιο και έχει ζητήσει τον αποκλεισμό των μουσουλμάνων από τις ΗΠΑ. Ο φόβος για τυχόν τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν καταστήσει τους μουσουλμάνους πρόσφυγες «τοξικούς» για τη Δύση, και σχεδόν κανείς δεν τους θέλει πια, όπως ακριβώς ίσχυε και για την Γερμανό-ολλανδη έφηβη, με το όνομα Άννα Φρανκ.
«Κανείς δεν προσπαθεί να κρύψει την οικογένειά του στην καρδιά μιας κατεχόμενης πόλης, όπως ήταν τότε το Άμστερνταμ, εκτός και αν δεν έχει άλλη επιλογή», σημειώνει ο Mattie J. Bekink, σύμβουλος στο «Σπίτι της Άννας Φρανκ» στο Άμστερνταμ και προσθέτει: «Κανείς δεν βάζει το παιδί του σε μια βάρκα για να διασχίσει τη Μεσόγειο, αν δεν είναι απελπισμένος».
Ως γιος πρόσφυγα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου ο ίδιος, έχω μελετήσει εις βάθος την υστερία κατά των προσφύγων στις δεκαετίες του '30 και του '40 και οι παραλληλισμοί που μπορούν να γίνουν με τη σημερινή κατάσταση είναι εντυπωσιακοί.
Για την οικογένεια Φρανκ, μια νέα ζωή στην Αμερική φαινόταν εφικτή. Η Αννα είχε σπουδάσει στενογραφία στην αγγλική γλώσσα και ο πατέρας της μιλούσε άπταιστα τα αγγλικά, ενώ είχε ζήσει για κάποιο διάστημα στη 71η οδό στο Μανχάταν και ήταν στενός φίλος του Nathan Straus Jr., ενός αξιωματούχου της κυβέρνησης Ρούσβελτ.
Το μεγάλο εμπόδιο όμως για την μετεγκατάσταση του παρέμενε η επιφυλακτικότητα που επικρατούσε στην αμερικανική κοινωνία για τους πρόσφυγες, συναίσθημα που κάλυπτε την όποια συμπάθεια ένιωθαν. Μετά το πογκρόμ εναντίον των Εβραίων το 1938, μια δημοσκόπηση κατέγραψε ότι ενώ το 94% των Αμερικανών αποδοκίμαζε τη μεταχείριση που επιφύλασσε το ναζιστικό καθεστώς έναντι των Εβραίων, ένα 72% συνέχιζε να προβάλει αντιρρήσεις για την υποδοχή μεγάλου αριθμού Εβραίων στη χώρα τους.
Οι λόγοι πίσω από αυτήν την αρνητική στάση ήταν οι ίδιοι με αυτούς που προβάλλονται και σήμερα και αφορούν τους μετανάστες από την Σύρια ή την Ονδούρα: «Δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά αυτό το βάρος» - «Θα πρέπει να θέσουμε πρώτα τα συμφέροντα των Αμερικανών πολιτών» - «Δεν μπορούμε να προσφέρουμε καταφύγιο σε όλους» - «Θα μας πάρουν τις δουλειές» - «Είναι επικίνδυνοι και διαφορετικοί».
«Οι ΗΠΑ, αν συνεχίσουν να είναι το καταφύγιο ασύλου και το πτωχοκομείο του κόσμου, σύντομα θα δουν την παρούσα οικονομική τους ευμάρεια να καταστρέφεται», προειδοποιούσε το Εμπορικό Επιμελητήριο της Νέας Υόρκης το 1934.
Κάποιοι βέβαια θα έχουν αντιρρήσεις για αυτήν τη σύγκριση: «Οι Εβραίοι δεν ήταν απειλή με τον τρόπο που οι πρόσφυγες από τη Συρία είναι σήμερα», θα υποστηρίξουν.
Στις δεκαετίες όμως του '30 και του '40, ένας παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη και οι Εβραίοι αντιμετωπιζόντουσαν ως κομμουνιστές ή ακόμα και ως Ναζί. Υπήρχαν μάλιστα φόβοι ότι η Γερμανία θα διεισδύσει στις ΗΠΑ με κατασκόπους και σαμποτέρ, κάτω από το κάλυμμα που θα προσέφεραν οι Εβραίοι πρόσφυγες.
«Όταν η ασφάλεια μιας χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο, είναι πλήρως δικαιολογημένη η επίλυση τυχόν αμφιβολιών υπέρ της ίδιας χώρας και των κατοίκων της, και όχι υπέρ των αλλοδαπών», τόνιζε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το 1941.
Οι «New York Times» δημοσίευαν το 1938, τα λόγια της εγγονής του Αμερικανού Προέδρου, Ulysses S. Grant, με τα οποία προειδοποιούσε ότι «οι λεγόμενοι Εβραίοι πρόσφυγες» ήταν κομμουνιστές «που ερχόντουσαν σε αυτήν τη χώρα για να ενταχθούν στις τάξεις εκείνων που μισούν τους θεσμούς μας και θέλουν να τους ανατρέψουν».
Τα ειδησιογραφικά πρακτορεία και ΜΜΕ δεν έκαναν αρκετά για να βελτιώσουν την εικόνα των προσφύγων στην αμερικανική κοινωνία, αλλά αντιθέτως, με έναν τραγικό τρόπο, βοήθησαν στο να εξαπλωθεί η ξενοφοβία.
Οι «Times» δημοσίευαν πρωτοσέλιδο άρθρο που αναφερόταν στον κίνδυνο που υπάρχει να μετατραπούν οι Εβραίοι πρόσφυγες σε κατασκόπους των Ναζί, ενώ την ιδια εποχή η «Washington Post» ευχαριστούσε με κύριο άρθρο της το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που κρατούσε έξω από τις ΗΠΑ τους Ναζί που παρουσιαζόντουσαν ως πρόσφυγες.
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, αξιωματούχοι και πολιτικοί έχασαν κάθε ίχνος ανθρωπιάς.
«Ας φροντίσει η Ευρώπη από μόνη της για αυτά», υποστήριξε ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών στην Βόρεια Καρολίνα, Ρόμπερτ Ρέινολντς, σε μια ομιλία του, η οποία επίσης στρεφόταν κατά των Εβραίων προσφύγων.
Την ίδια στιγμή, ο Στέφαν Πεις, ο Δημοκρατικός εκπρόσωπος της Τζόρτζια στο Κογκρέσο, πήγαινε ένα βήμα παραπέρα, ζητώντας την εισαγωγή νομοθεσίας που θα προέβλεπε την απέλαση «κάθε αλλοδαπού στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ένας αξιωματούχος μάλιστα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Breckinridge Long, αυστηριοποιούσε συστηματικά εκείνη την εποχή τους κανόνες που αφορούσαν τους Εβραίους πρόσφυγες.
Σε αυτό το κλίμα, ήταν αδύνατον για τον Οτο Φρανκ να πάρει βίζα για αυτόν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, λόγω της παράνοιας, της δημαγωγίας και της αδιαφορίας που επικρατούσαν στις ΗΠΑ.
Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται.
Όπως έχω υποστηρίξει αρκετές φορές, η απροθυμία του Προέδρου Ομπάμα να κάνει περισσότερα και να προσπαθήσει να σταματήσει τη σφαγή που λαμβάνει χώρα στη Συρία, αφήνει μια σκιά πάνω στην πολιτική κληρονομιά του και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την συλλογική αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να εξασφαλίσει ότι τα παιδιά-πρόσφυγες από τη Συρία θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν σχολική εκπαίδευση, τουλάχιστον στα γειτονικό κράτη της εμπόλεμης χώρας.
Σήμερα, και αυτό αποτελεί ντροπή, η Άννα Φρανκ είναι ένα κορίτσι από τη Συρία.
(Το άρθρο είναι του Nicholas Kristof, συνεργάτη των NY Times από το 2001. Έχει κερδίσει δυο φορές το φημισμένο βραβείο Πούλιτζερ για τη δουλειά του)