Ο θρύλος πλησιάζει την πραγματικότητα στην περίπτωσή του. Ο Λέοναρντ Κοέν έχει διηγηθεί αρκετές φορές πώς αποφάσισε να φύγει για την Ελλάδα και να επιλέξει την Υδρα.
Απρίλιος του 1960. Ο Κοέν περπατάει στην Bank Street του Λονδίνου. Είναι Καναδός, ποιητής και όχι ακόμη διάσημος τραγουδιστής. Βρέχει στο Λονδίνο και πονάει από ένα δόντι που μόλις έβγαλε. Είχε φθάσει στο Λονδίνο λίγους μήνες νωρίτερα από τον Καναδά, αναζητώντας νέες εμπειρίες και διεθνή αναγνώριση. Αλλά η βροχή του Λονδίνου είναι χειρότερη και από την ομίχλη του Κεμπέκ.
«Είδα λοιπόν την πόρτα της Τράπεζας της Ελλάδας μπροστά μου», δήλωσε ο Κοέν το 1991, σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Les Inrockuptibles.
«Μπήκα και είδα κάποιον ταμία αρκετά μαυρισμένο πίσω από το ταμείο. Τον ρωτάω «Τι καιρό κάνει στην Ελλάδα;» και μου λέει «Είναι άνοιξη». Δύο ημέρες αργότερα έφευγα για την Ελλάδα».
Μετά από μια σύντομη στάση στην Αθήνα, ο Λέοναρντ Κοέν φεύγει για την Υδρα. Χωρίς να ξέρει ότι αυτό το μικρό νησί θα γίνει για πολλά χρόνια ένας σημαντικός σταθμός στη ζωή του.
Στο παραδοσιακό σπίτι που αγόρασε εκεί, έζησε επτά χρόνια με τη σύντροφό του, Μάριαν, και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του.
Το ξακουστό σπίτι του στην Υδρα το πλήρωσε μόλις 1.500 δολάρια, χρησιμοποιώντας κάποια χρήματα που του είχε αφήσει στην κληρονομιά της η γιαγιά του. Οπως αργότερα θα δηλώσει, αυτή ήταν η πιο έξυπνη απόφαση που πήρε ποτέ στη ζωή του. Η κορμοστασιά του δέντρου στην αυλή ενός σχεδόν αρχαίου ασβεστωμένου σπιτιού, τα πέντε δωμάτια του σε ισάριθμα διαφορετικά επίπεδα και η αύρα του Αιγαίου ήταν αυτά που τον έκαναν να το αγοράσει αμέσως, χωρίς να σκεφθεί τα βασικά προβλήματα που είχε το οικοδόμημα, που ήταν η έλλειψη ηλεκτρισμού, υδραυλικού συστήματος και τρεχούμενου νερού. Στον τρίτο όροφο έφτιαξε ένα μουσικό δωμάτιο.
Σε ένα γράμμα που έστειλε στη μητέρα του, η περιγραφή που της κάνει του σπιτιού «ζωγραφίζει» με μοναδικό τρόπο τη μεγάλη αγάπη που νιώθει ο καλλιτέχνης για αυτό το ιδιαίτερο νησί.
«Το σπίτι έχει μια τεράστια βεράντα που κοιτάζει ένα δραματικό βουνό και πολλά λευκά σπίτια να λάμπουν πάνω του. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά, με βαθιά παράθυρα σε χοντρούς τοίχους. Υποθέτω ότι πρέπει να είναι πολύ παλιό, πάνω από 200 ετών, και συχνά σκέφτομαι πόσες γενιές ναυτικών έχουν ζήσει εδώ. Χρειάζεται αρκετή δουλειά, αλλά αν ξεκινήσω από τώρα, σε μερικά χρόνια θα είναι ένα μέγαρο. Ζω σε έναν λόφο και σκέφτομαι πως η ζωή παραμένει η ίδια εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ολη τη μέρα ακούω τις φωνές των μικροπωλητών που περνούν από κάτω και οι φωνές τους είναι τόσο μουσικές. Σηκώνομαι κάθε μέρα στις επτά και εργάζομαι μέχρι το μεσημέρι. Νωρίς το πρωί είναι πιο δροσερά και άρα καλύτερα, αλλά εξάλλου αγαπάω τη ζέστη, ειδικά όταν σκέφτομαι ότι η θάλασσα του Αιγαίου είναι μόλις δέκα λεπτά από την πόρτα μου» γράφει.
Οπως γράφει στην ιστοσελίδα του, ο Λέοναρντ Κοέν κατάλαβε ότι έγινε αποδεκτός από την κοινότητα όταν άρχισε να δέχεται τακτικές επισκέψεις από τον άνθρωπο που μάζευε τα σκουπίδια και τον γάιδαρό του. «Είναι σαν να λαμβάνεις τη Λεγεώνα της Τιμής» θα γράψει σε ένα φίλο του. «Το να έχω αυτό εδώ το σπίτι κάνει τις μεγάλες πόλεις λιγότερο τρομακτικές. Μπορώ πάντα να επιστρέφω εδώ και να περνάω όμορφα, να τα βγάζω πέρα σε έναν μικρό παράδεισο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι θέλω να χάσω την επαφή με την μητροπολιτική εμπειρία». Η αγορά του σπιτιού χάρισε στον καλλιτέχνη και μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση. «Τα χρόνια πετάνε», θα γράψει «και όλοι σπαταλάμε τόσο χρόνο να αναρωτιόμαστε αν θα έπρεπε να τολμήσουμε το ένα ή το άλλο. Το θέμα είναι να κάνεις το μεγάλο βήμα, να τολμάς, να προσπαθείς, να αρπάζεις την ευκαιρία».
Στην Ύδρα, όλοι οι παλιοί ξέρουν το σπίτι του Λεονάρδου, όπως τον φωνάζουν εκεί. Ετσι τον έμαθαν.
Σ’ αυτό το όμορφο οίκημα του 19ου αιώνα ο Κοέν δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, διατήρησε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του σπιτιού, του κήπου, της βεράντας και της διακόσμησης του χώρου.
Το κτίσμα αυτό, όμοιο εξωτερικά με τα υπόλοιπα σπίτια του νησιού, βρίσκεται σε ένα από τα πιο ψηλά σημεία της Χώρας, και από τη βεράντα του, η θέα προς το λιμάνι κόβει την ανάσα, ακριβώς όπως και η ανηφόρα για να φτάσεις σ’ αυτό. Εδώ ο Κοέν ανακάλυψε τον ελληνικό τρόπο ζωής. Εδώ άρχισε να αποκρυσταλλώνει τη σοφία των καλύτερων του ποιημάτων και να γράφει σπουδαία τραγούδια. Εδώ ξαναγεννήθηκε, όπως λένε, όσοι τον ξέρουν.
Εδώ συνάντησε την πανέμορφη Νορβηγίδα Μάριαν Ιλεν, μια νεαρή καλλονή που όλοι θαύμαζαν για την εξυπνάδα και το χιούμορ της. Μια θεϊκή ύπαρξη, που όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Κοέν, «οι θεοί έφεραν στον δρόμο μου» και με την οποία μοιράστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια μουσικής και ποίησης, την πιο ειδυλλιακή περίοδο της ζωής του. Για την Μάριαν, τη μούσα του, ο Κοέν έγραψε το τραγούδι «So Long, Marianne» και Bird on the Wire”.
Την γνώρισε σε ένα παντοπωλείο στην Υδρα και έγιναν ζευγάρι. Επί χρόνια η Μάριαν Ιλεν και ο γιός της Αξελ μοιράστηκαν τη ζωή του Κοέν στην Ελλάδα και στον Καναδά. Η Μάριαν Ιλεν πέθανε στις 28 Ιουλίου 2016, σε ηλικία 81 ετών στη Νορβηγία.
Εδώ η Μάριαν Ιλεν ποζάρει για την αιωνιότητα στο οπισθόφυλλο του δεύτερου δίσκου του τραγουδιστή, Songs from a Room, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1969, και ξεκινάει με το κομμάτι Bird on the Wire.Η Μάριαν ήταν συγγραφέας και ποιήτρια και εδώ κάθεται μπροστά στη γραφομηχανή της, στο μικρό σπίτι της Υδρας, όμορφη και ντυμένη μόνο με μια πετσέτα.