Στροφή στις... παραδοσιακές μεθόδους της παρακολούθησης, κάνουν οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, με μάλλον αμφίβολα αποτελέσματα αν κρίνει κανείς από το πρόσφατο παρελθόν.
Τι ίσχυε ως το 2014; Μια μεγάλη κατηγορία επαγγελματιών και επιχειρήσεων όφειλε να τηρεί τα αποκαλούμενα “πρόσθετα βιβλία” ήτοι βιβλίο πελατών. Με αυτό τον τρόπο οι εφοριακοί μπορούσαν αν πάσα ώρα και στιγμή να κάνουν επιτόπιο έλεγχο και να διαπιστώσουν αν π.χ. οι πελάτες στον προθάλαμο εντός γιατρού ή τα σταθμευμένα Ι.Χ. ήταν περασμένα στο πελατολόγιο. Αν δεν ήταν καταγεγραμμένα τα στοιχεία τους, αφενός έπεφταν πρόστιμα αφετέρου ξεκινούσε έλεγχος για απόκρυψη εισοδημάτων.
Από 1/1/2014 η υποχρέωση τήρησης πρόσθετων βιβλίων καταργήθηκε στο όνομα της απλοποίησης, με άλλοθι και τα μάλλον πενιχρά αποτελέσματα από αυτό τον τρόπο αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Ποιοι απαλλάχθηκαν από το μπελά του πελατολογίου;
- οι εκμεταλλευτές χώρου διαμονής ή φιλοξενίας (ξενοδοχεία κ.λ.π.)
- τα εκπαιδευτήρια
- κλινικές και θεραπευτήρια
- κέντρα αισθητικής
- γυμναστήρια
- χώροι στάθμευσης
- συνεργεία
- γιατροί- οδοντίατροι
Αν και η υποχρέωση έκδοσης απόδειξης παραμένει για όλους τους παραπάνω, η επιτόπια διαπίστωση δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς δεν μπορεί να γίνει, πλέον, διασταύρωση με το πελατολόγιο. Τι κάνει η ΓΓΔΕ; Έδωσε εντολή για... αντίσκηνο έξω από όλες αυτές τις δραστηριότητες κι έτσι οι εφοριακοί ανά δυάδες θα περιμένουν όσους βγαίνουν π.χ. από ένα ιατρείο, θα κάνουν έλεγχο αν πήραν απόδειξη κι αν διαπιστώνεται παράβαση θα μπαίνουν μέσα για τα περαιτέρω.
Επειδή, βέβαια, είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να στηθούν εφοριακοί έξω από κάθε ιατρείο ή να περιμένουν με τις ώρες, οι έλεγχοι θα γίνονται με βάση risk analysis, δηλαδή κατά προτεραιότητα σε όσους έχουν υποπέσει σε ανάλογες παραβάσεις στο παρελθόν, καθώς και σε όσους εναντίον των οποίων υπάρχουν καταγγελίες ή πληροφορίες.
Υπενθυμίζεται ότι τα πρόστιμα για μη έκδοση απόδειξης άλλαξαν πάλι, αλλά παρά ταύτα δεν αποτελούν φόβητρο με δεδομένο ότι περιορίζονται στα 250 ευρώ, εκτός αν το 50% του ΦΠΑ που αναλογεί σε αυτές τις αποδείξεις είναι μεγαλύτερο. Ωστόσο, όσοι εντοπίζονται θα καταγράφονται σε “μαύρη” λίστα και θα υπόκεινται σε πλήρη έλεγχο, με διασταυρώσεις στο τζίρο που δηλώνουν, στις δαπάνες που εμφανίζουν και στα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν.