Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις ψυχικές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη και το μετατραυματικό στρες.
Ένας διακεκριμένος γερμανός ψυχίατρος θέλει να εμβαθύνει στο πρόβλημα, κάνοντας την πρώτη συστηματική μελέτη στους εγκεφάλους τους, με τη χρήση των κατάλληλων απεικονιστικών τεχνικών.
Ο Αντρέας Μέγιερ-Λίντενμπεργκ, διευθυντής του Κεντρικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας στο Μανχάιμ και πρόεδρος του Τμήματος Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, μελετά εδώ και χρόνια με ποιους τρόπους το περιβάλλον επηρεάζει τον ψυχισμό των ανθρώπων, προκαλώντας ψυχώσεις και άλλες διαταραχές.
Τώρα, αναζητά χρηματοδότηση για να επεκτείνει τις έρευνές του στους πρόσφυγες, μια ομάδα ανθρώπων που κατ' εξοχήν έχουν βιώσει -και συνεχίζουν να βιώνουν- στρεσογόνες καταστάσεις στο περιβάλλον τους.
Αυτό αφορά τόσο την περίοδο όταν ακόμη ζούσαν στην πατρίδα τους που τελικά εγκατέλειψαν, όσο και κατά την ταξιδιωτική «οδύσσεια» τους μέχρι να φθάσουν στον τελικό προορισμό τους, όπου επίσης σχεδόν τίποτε δεν είναι εύκολο γι' αυτούς.
«Είναι μια ευκαιρία να διευρύνουμε τις προηγούμενες μελέτες μας σχετικά με το πώς το παρατεταμένο στρες μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία σε βάθος χρόνου», δήλωσε ο Μέγιερ-Λίντενμπεργκ στο περιοδικό "Nature".
«Η Γερμανία έχει δεχθεί 1,1 εκατομμύρια πρόσφυγες στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Χιλιάδες από αυτούς έχουν προσωρινά στεγασθεί σε πρώην αμερικανικούς στρατώνες, κοντά στο Ινστιτούτο μου. Συχνά βιώνουν μεγάλο στρες, ενώ πίεση νιώθουν και οι άνθρωποι στην τοπική κοινότητα λόγω της άφιξης των προσφύγων, γι' αυτό σκοπεύουμε να συμπεριλάβουμε και αυτούς στην έρευνα», τόνισε.
Ένα ερώτημα προς διερεύνηση είναι κατά πόσο οι πρόσφυγες βιώνουν το περιβάλλον τους διαφορετικά από τον ντόπιο γενικό πληθυσμό και πώς αυτό το κοινωνικό στρες αυξάνει τον κίνδυνο πρόκλησης ψυχικών παθήσεων.
Η έρευνα θα περιλάβει 400 εθελοντές, μισούς πρόσφυγες και άλλους τόσους ντόπιους, γείτονες των προσφύγων.
Εκτός από τις λεπτομερείς συνεντεύξεις και την ανάλυση του ιατρικού ιστορικού, όλοι οι συμμετέχοντες θα εφοδιασθούν με «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, που θα έχουν μια ειδική εφαρμογή, μέσω της οποίας θα καταγράφουν σε πραγματικό χρόνο πώς νιώθουν σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητάς τους. Η εφαρμογή θα είναι προγραμματισμένη να κάνει στους συμμετέχοντες περίπου δέκα ερωτήσεις μέσα στη μέρα σχετικά με τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή τους.
Η τελική φάση της μελέτης θα είναι η συγκριτική απεικόνιση του εγκεφάλου των προσφύγων και των ντόπιων με ειδικά μηχανήματα, ώστε να μελετηθεί η επίπτωση του κοινωνικού στρες στα νευρωνικά «κυκλώματα». Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να χειρισθούν το κοινωνικό στρες το ίδιο καλά με άλλους, πράγμα που αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ψυχικές νόσους.
Ποιά μπορεί να είναι η πρακτική χρησιμότητα μιας τέτοιας έρευνας; «Ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε ένα πρόγραμμα έγκαιρης αναγνώρισης εκείνων των προσφύγων και άλλων ανθρώπων, που κινδυνεύουν περισσότερο να εκδηλώσουν ψύχωση και οι οποίοι θα ωφελούνταν πιο πολύ από μια πρόωρη θεραπευτική παρέμβαση», δήλωσε ο γερμανός ψυχίατρος.
Ζητούμενο είναι ακόμη το κατά πόσο η έκθεση ενός πρόσφυγα ή μετανάστη σε ρατσιστικές συμπεριφορές και άλλες κοινωνικές διακρίσεις αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ψυχικές παθήσεις.
Επίσης, κατά πόσο ο κίνδυνος αυτός αλλάζει, αν ένας πρόσφυγας μένει μαζί με τους ομοεθνείς του στο νέο τόπο εγκατάστασής του ή μένει μόνος του ανάμεσα στους ντόπιους.
Εξάλλου, με δεδομένο ότι, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία, ορισμένοι δράστες, παράλληλα με την τζιχαντιστική ιδεολογία τους, έχουν και ιστορικό ψυχικών προβλημάτων, η νέα έρευνα θα μπορούσε επίσης να ρίξει περισσότερο φως και στο ζήτημα αυτό.