Οι τρεις καλόγριες που ήταν παρούσες στην εκκλησία όπου σφαγιάστηκε ο ιερέας Ζακ Χαμέλ από δύο ισλαμιστές τρομοκράτες, κατέθεσαν την συγκλονιστική μαρτυρία τους στο καθολικό σάιτ La Vie.
Οι τρεις καλόγριες είναι πρώην δασκάλα η μία, πρώην καθηγήτρια σε τεχνικό λύκειο η δεύτερη και πρώην νοσοκόμα η τρίτη. Ανήκουν στην αποστολή Saint-Vincent-de-Paul και εργάζονται σε όλες τις πόλεις και χωριά της βόρειας Γαλλίας. Εχουν συναντήσει εκατοντάδες δύσκολες περιπτώσεις, αλλά τρομοκράτες δεν είχαν ποτέ σκεφθεί ότι θα συναντούσαν. Και κυρίως όχι στο χωριό Saint-Étienne-du-Rouvray, στα προάστια της πόλης Ρουέν, στη Νορμανδία. Οι ίδιες ισχυρίζονται ότι η συνύπαρξη καθολικών και μουσουλμάνων ήταν αρμονική, ως σήμερα. Για παράδειγμα, η εκκλησία της Αγίας Τερέζας παραχώρησε ένα μικρό οικόπεδο στο διπλανό τζαμί για να επιτρέψει στην μουσουλμανική κοινότητα από το Μαρόκο και την Αλγερία που ζουν στη Νορμανδία να περνούν άνετα. Επίσης, όταν είναι ημέρα γιορτής, οι μουσουλμάνοι από το διπλανό τζαμί φέρνουν ανατολίτικα γλυκά στους πιστούς καθολικούς.
Ο Αντέλ Κερμίς, ο ένας από τους δύο τρομοκράτες που έσφαξαν τον ιερέα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό.
Το καθολικό σάιτ La Vie συνάντησε τις τρεις καλόγριες στο σπίτι τους. Η μαρτυρία τους:
Ηταν 9.30 το πρωί. Ο ιερέας είχε ξεκινήσει τη λειτουργία. Στα ξύλινα καθίσματα βρίσκονταν μόνο οι τρεις καλόγριες καθώς και ο κύριος και η κυρία C., ένα ζευγάρι ηλικιωμένων πιστών.
Πριν τελειώσει η λειτουργία κάνει την εμφάνισή του ένας νεαρός με κοντομάνικο μπλουζάκι για να ζητήσει πληροφορίες. «Φορούσε ένα σιέλ μπλουζάκι και νόμισα ότι ήταν φοιτητής. Με ρώτησε πότε ανοίγει η εκκλησία. Του είπα να ξαναπεράσει σε 10 λεπτά, μετά τη λειτουργία», διηγείται η αδελφή Ουγκέτ.
Ο νεαρός ακολουθεί τη συμβουλή της. Επιστρέφει αργότερα αλλά αυτή τη φορά συνοδεύεται από ένα φίλο του ντυμένο στα μαύρα.
«Είχαν το στιλ των τρομοκρατών που βλέπουμε στην τηλεόραση. Ο ένας φορούσε ένα μουσουλμανικό καπελάκι στο κεφάλι και είχε μια πλούσια γενειάδα. Αμέσως κατάλαβα», λέει η αδελφή Ελέν.
«Ηταν πολύ εκνευρισμένοι. Φώναξαν ένα σλόγκαν στα αραβικά και μετά μας κατηγόρησαν, στα γαλλικά, ότι «εσείς οι Χριστιανοί δεν στηρίζετε τους Αραβες».
Ξαφνικά, οι δύο άνδρες άρχισαν να πετάνε στο έδαφος βίαια ότι υπήρχε στο βωμό του ιερέα, τοποθέτησαν εκεί την τσάντα τους και ζήτησαν από τον πατέρα Ζακ να γονατίσει. Βάζουν μια κάμερα στα χέρια του κυρίου C. Ο ιερέας φώναξε «Σταματήστε, μην το κάνετε αυτό». Τότε ο ένας από τους δύο τρομοκράτες του κατάφερε το πρώτο πλήγμα με το μαχαίρι στο λαιμό. «Εκείνη τη στιγμή εγώ ξέφυγα και βγήκα από την εκκλησία» δηλώνει η Ντανιέλ, η οποία δεν μπορεί ακόμη να εξηγήσει πώς είχε αυτό το ένστικτο επιβίωσης.
Μόλις βγήκε έξω η αδελφή Ντανιέλ άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Κάνει σήμα να σταματήσει μπροστά στην εκκλησία ένα γαλάζιο αυτοκίνητο που περνούσε τυχαία (αυτοκίνητο της γαλλικής ΔΕΗ), λέει γρήγορα στον οδηγό τι συνέβαινε και του ζητάει να καλέσει την αστυνομία. Κι αυτό έγινε.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας η τραγωδία συνεχίζεται. Οι δύο τρομοκράτες δείχνουν να ακολουθούν πιστά ένα σχέδιο. Ξαναβάζουν το μαχαίρι στο λαιμό του ιερέα και εκείνος πεθαίνει σχεδόν αμέσως. Τραυματίζουν σοβαρά τον κύριο C. πριν διαπιστώσουν αν τράβηξε τη μακάβρια σκηνή. Πίσω από τον «καμεραμάν» η καλόγρια είδε το άσπρο πρόσωπο του ιερέα να πέφτει στο έδαφος.
Και ενώ ο ιερέας και ο κύριος C. βρίσκονται στο έδαφος, ο αρχηγός ανακοινώνει στις γυναίκες ότι τις παίρνει αιχμάλωτες.
«Μας κρατούσε την καθεμιά από τον ώμο. Ο ένας είχε ένα πιστόλι. Υποπτεύτηκα αμέσως ότι μπορεί να ήταν ψεύτικο. Αυτός που με κρατούσε είχε επίσης αίματα στα χέρια και κρατούσε ακόμη το μαχαίρι, το οποίο κινούσε απειλητικά εναντίον δεν ξέρω ποιού».
Ξαφνικά, η επιθετικότητα των δύο τρομοκρατών αλλάζει, μετά τη σφαγή του ιερέα. «Εμένα ο ένας μου χαμογέλασε κιόλας. Όχι ένα χαμόγελο θριάμβου, αλλά ένα χαμόγελο απαλό, ενός ανθρώπου που είναι ευτυχισμένου».
Η αδελφή Ελέν, 83 ετών και η κυρία C., άνω των 80 ετών, ζητούν να καθίσουν. Οι τρομοκράτες δέχονται. Η καλόγρια ζητάει επίσης το μπαστούνι της και της το δίνουν. Τότε, ανάμεσα στους τρομοκράτες και στις ηλικιωμένες γυναίκες ακολουθεί ένας διάλογος, εντελώς σουρεαλιστικός και ψευτο-θρησκευτικός.
Ο ένας τρομοκράτης ρωτάει την αδελφή Ελέν αν γνωρίζει το Κοράνι. «Ναι, και το σέβομαι, όπως σέβομαι και τη Βίβλο και έχω διαβάσει ήδη πολλές σουράτες. Και αυτό που μου άρεσε κυρίως ήταν οι παράγραφοι για την ειρήνη».
Και ο τρομοκράτης της απαντάει: «Ειρήνη είναι όπως το βλέπει ο καθένας. Όταν θα βγείτε στην τηλεόραση να πείτε στους κυβερνώντες ότι όσο θα πέφτουν βόμβες στη Συρία, τόσο θα συνεχίζουμε τις επιθέσεις. Και θα γίνονται κάθε μέρα. Όταν θα σταματήσετε, θα σταματήσουμε».
«Φοβάσαι να πεθάνεις;» την ρωτάει ο τρομοκράτης.
«Όχι» απαντάει η αδελφή Ελέν.
«Γιατί;» ξαναρωτάει εκείνος.
«Γιατί πιστεύω στο Θεό και ξέρω ότι θα είμαι ευτυχισμένη» απαντάει εκείνη.
«Απαντούσα ήρεμα, όσο χρειαζόταν» λέει η αδελφή Ελέν.
Οι τρομοκράτες αρχίζουν μια συζήτηση και με την αδελφή Ουγκέτ. Για τον Ιησού και για τις διαφωνίες μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών.
«Ο Ιησούς δεν μπορεί να είναι άνθρωπος και Θεός. Εσείς έχετε άδικο» λέει ο 19χρονος τρομοκράτης.
«Ισως, αλλά δεν πειράζει» απαντάει η καλόγρια. «Ηξερα ότι θα πεθάνω και μέσα μου πρόσφερα ήδη τη ζωή μου στο Θεό», δηλώνει η αδελφή Ουγκέτ.
Τότε έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία μπροστά στην εκκλησία. Οι δύο τρομοκράτες σηκώθηκαν, άρχισαν να χτυπούν τα καθίσματα, να σπάνε ό,τι υπήρχε γύρω φωνάζοντας « Allah akbar ».
«Εχω την αίσθηση ότι περίμεναν την αστυνομία», υποστηρίζει η αδελφή Ελέν. Πριν η αστυνομία εισβάλλει στην εκκλησία, οι δύο τρομοκράτες επιχειρούν να βγουν παίρνοντας τις τρεις γυναίκες σαν ανθρώπινη ασπίδα.
«Αλλά δεν κρύφτηκαν πίσω μας. Λες και ήθελαν να πεθάνουν», επιμένει η καλόγρια.
«Ψηλά τα χέρια, μην κινείστε» ακούστηκε τότε από την πίσω πόρτα της εκκλησίας. Η αστυνομία πυροβολεί, οι δύο τρομοκράτες πέφτουν νεκροί. Ολοι βγαίνουν από την εκκλησία, ζωντανοί αλλά για πάντα σημαδεμένοι.
«Εμάς, εμάς είχαν για στόχο. Δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή τη βία, είναι απαράδεκτο. Αυτοί δεν είναι πραγματικοί μουσουλμάνοι. Δεν ξέρω αν είχαν συνείδηση των πράξεών τους», δηλώνουν οι καλόγριες.