Η σωστή αξιολόγηση των ενδείξεων μπορεί να προλάβει μια επίθεση-αμόκ, όπως αυτή τη Μονάχου, σύμφωνα με την εγκληματολόγο Μπρίτα Μπάνενμπεργκ.
Σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό DLF η γερμανίδα καθηγήτρια Μπρίτα Μπάνενμπεργκ, η οποία μελετά τις επιθέσεις σε κατάσταση αμόκ τονίζει, ότι συνήθως ο δράστης ζει σχετικά απομονωμένος από το κοινωνικό του περιβάλλον και αντιμετωπίζει προβλήματα προσωπικότητας. Συχνά τα άτομα αυτά είναι γεμάτα μίσος και αισθάνονται ξένα και ότι τους συμπεριφέρονται άσχημα στο σχολείο, στην μαθητεία, τον ελεύθερό τους χρόνο, αλλά και οι συνομήλικες γυναίκες. Όπως λέει η εγκληματολόγος από το 1990 έχουν καταγραφεί στη Γερμανία 35 επιθέσεις σε κατάσταση αμόκ.
Σε ερώτημα για τα κίνητρα που ενδεχομένως είχε ο δράστης της επίθεσης στο Μόναχο η Μπρίτα Μπάνενμπεργκ απαντά: «Οι επιθέσεις σε κατάσταση αμόκ δεν είχαν ορθολογικά κίνητρα, παρά μόνο μίσος και οργή εναντίον όλων, συναισθήματα τα οποία διοχετεύονται σε μια πράξη εντυπωσιασμού που καταλήγει στην αυτοκτονία. Δεν υπάρχουν ιδεολογικοί στόχοι. Ούτε οι δράστες θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Απευθύνονται περισσότερο στο κοινωνικό τους περιβάλλον λέγοντας: εσείς μου συμπεριφερθήκατε κατά αυτό τον τρόπο, τώρα θα σας δείξω τι είμαι σε θέση να κάνω».
Καθοριστική η αντίδραση του κοινωνικού περίγυρου
Η καθηγήτρια είναι ωστόσο πεπεισμένη ότι, υπό προϋποθέσεις, ενέργειες, όπως εκείνη της Παρασκευής στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας θα μπορούσαν να προληφθούν: «Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν στο προοίμιο ενδείξεις από τους δράστες ότι τους απασχολεί μια παρόμοια επίθεση. Το σημαντικό επομένως είναι να αξιολογηθούν σωστά οι ενδείξεις αυτές από τον κοινωνικό περίγυρο, το σχολείο, τους γονείς, τους συνομηλίκους και τους γείτονες. Στους περισσότερους νεαρούς δράστες διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι υπήρχαν τέτοιου είδους ενδείξεις. Οι δράστες δεν απειλούν βέβαια ανοιχτά, βλέπουν ωστόσο με θετικό μάτι επιθέσεις σε κατάσταση αμόκ. Αντιδρώντας αναλόγως σε αυτές τις ενδείξεις, έχουν αποτραπεί πολλές επιθέσεις στο παρελθόν».
Πηγή: Deutsche Welle