Για όλα έχουν κατηγορήσει τον Ντόναλντ Τράμπ, όμως κανείς δεν αμφισβητεί ότι ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην προσέγγιση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η δεξιοτεχνία του αυτή στην υπεράσπιση μιας αντιφατικής πολιτικής είναι τόσο περίεργη που θα πρέπει να εξετάσουμε τις αιτίες της, καθώς και τις συνέπειές της.
Για να ανακεφαλαιώσουμε: Η εκστρατεία του Τράμπ έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για τη συγγραφή του μανιφέστο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ακόμη και όταν το κείμενο εξελίχθηκε αντίθετα στα όσα πρέσβευε η πολιτική στρατηγική του υποψηφίου του. Αλλά η ομάδα συνεργατών του Τράμπ παρενέβη δυναμικά στη συνεδρίαση μιας επιτροπής και μόνο. Άσκησε ισχυρές πιέσεις για να «λειάνει» τη στάση των Ρεπουμπλικανών στο θέμα της παροχής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία. Όταν ερωτήθηκαν για αυτήν την αλλαγή, οι βοηθοί του Τράμπ έτρεξαν στην κυριολεξία να απομακρυνθούν.
Στη συνέχεια, την Τετάρτη, ο Τράμπ είπε σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «New York Times» ότι θα εγκαταλείψει τη δέσμευσή των ΗΠΑ (για σχεδόν 7 δεκαετίες) για τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη. Αν ο Πούτιν στείλει τα τεθωρακισμένα του στην Ανατολική Ευρώπη, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα πρέπει να ελέγξει αν οι χώρες αυτές χουν καταβάλλει το μερίδιο τους στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ, πριν αποφασίσει να εκπληρώσει την υποχρέωση της χώρας να προστατεύσει τους συμμάχους της.
Εάν αυτές ήταν ειλικρινείς θέσεις, θα μπορούσε κάποιος και να τις υποστηρίξει. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει φανεί επιφυλακτικοί στον οπλισμό των Ουκρανών. Υπάρχει όντως μια συνεκτική επιχειρηματολογία υπέρ της περιστολής της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στον κόσμο. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο Ντόναλντ Τράμπ και η εκστρατεία του δεν βασίζεται σε ιδεολογικές θέσεις. Όπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, ο Τράμπ έχει μια μακρά ιστορία μέχρι σήμερα στο «γλείψιμο» της Ρωσικής πολιτικής ηγεσίας για να προωθήσει τα επιχειρηματικά του συμφέροντα και μόνο στη χώρα αυτή. Οι έπαινοι του προς τον Πούτιν έχουν συσχετιστεί με μεγάλες εισροές ρωσικών κεφαλαίων σε σχέδια αξιοποίησης των ακινήτων του. Επιπλέον, η εκστρατεία του στελεχώνεται από συμβούλους με στενούς, οικονομικούς δεσμούς με το ρωσικό κράτος.
Από την πλευρά του, ο Πούτιν αναγνώρισε την ευκαιρία που η εκστρατεία του Τράμπ παρουσιάζει για εκείνον. Και έχει δώσει εντολή στην «ρωσική προπαγάνδα» να την υποστηρίξει. Οι υπηρεσίες πληροφοριών του μάλιστα έχουν υποκλέψει έγγραφα από τους «servers» του Δημοκρατικού Κόμματος, και έχουν αρχίσει ήδη τη δημοσίευσή τους στο διαδίκτυο.
Και γιατί όχι άλλωστε; Ο Τράμπ είναι το γεω-στρατηγικό όνειρο του Πούτιν. Το ΝΑΤΟ υπήρξε μέχρι σήμερα ιδιαίτερα αποτελεσματικό στον περιορισμό των στρατιωτικών επιδιώξεων του Πούτιν. Η Ρωσία μπορεί να βρήκε έδαφος στην ανατολική Ουκρανία, αλλά δεν θα πατήσει ποτέ το πόδι του στην Εσθονία ή την Πολωνία. Αυτό συμβαίνει γιατί μια τέτοια κίνηση θα σημαίνει πόλεμο με την Βορειοατλαντική Συμμαχία που είναι υποχρεωμένη να προστατεύσει αυτές τις χώρες-μέλη της.
Αντί λοιπόν να αντιμετωπίζει μια αποφασιστική και ενωμένη Δύση, ο ίδιος προτιμά τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με μια κατακερματισμένη δυτική συμμαχία και για αυτό θα προσπαθήσει να την αποσταθεροποιήσει, υποστηρίζοντας και στην Ευρώπη πολιτικούς του «στυλ Τράμπ», όπως στη Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού. Κανείς δεν πιστεύει στην τέχνη της διαπραγμάτευσης περισσότερο από Βλαντιμίρ Πούτιν και στον Τράμπ διαβλέπει έναν αφελή, εγωμανή πολιτικό που μπορεί να τον βοηθήσει.
Τώρα που το θέμα της σχέσης του Πούτιν με την εκστρατεία του Τράμπ έχει γίνει μέρος του δημόσιου διαλόγους, υπάρχουν πολλά ερωτήματα που απαιτούν απάντηση. Και ένα από αυτά τα πολλά, αφορά τον διευθυντής της εκστρατείας του Τράμπ, τον Paul Manafort.
Όπως έχω υποστηρίξει ήδη, ο Manafort δεν αντιπροσωπεύει απλά κάποιους ολιγάρχες που είναι «σφιχταγκαλιασμένοι» με το Κρεμλίνο, αλλά είναι επιχειρηματικός τους εταίρος. Υπήρξε άλλωστε επικεφαλής ενός ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου στο οποίο ο μεγιστάνας του αλουμινίου (και φίλος του Πούτιν) Oleg Deripaska, επένδυσε πολλά εκατομμύρια. Όπως έχει γράψει η εφημερίδα «Washington Post», το ταμείο αυτό δεν ασχολήθηκε και ιδιαίτερα με τις επενδύσεις. Στην πραγματικότητα, ο Manafort δεν μπόρεσε να δώσει πειστικές απαντήσεις για το που πήγαν τα κεφάλαια που έλαβε. Και αντί να εξοφλήσει τον Deripaska, ο Manafort επέλεξε να «εξαφανιστεί». Το 2014, οι δικηγόροι του Deripaska δήλωναν ότι όπως «φαίνεται ο Paul Manafort και και ο συνέταιρος, Rick Gates, έχουν εξαφανιστεί».
Η «εξαφάνιση Manafort» έγινε το πιο σύντομο ανέκδοτο σε ορισμένους κύκλους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Γιατί, λοιπόν ο Manafort αισθάνθηκε ξαφνικά σιγουριά ώστε να επανεμφανισθεί στη δημόσια σφαίρα τωρα; Μήπως επειδή τακτοποίησε τους «λογαριασμούς» του με τους συμμάχους του Πούτιν;
Μια άλλη ερώτηση για τον πρόεδρο της εκστρατείας είναι η εξής: Ποιες είναι οι σχέσεις του με το Κρεμλίνο; Είναι σαφές ότι ο ίδιος έχει ισχυρά συμφέροντά στην Ουκρανία, όπου διαχειρίστηκε την πολιτική αποκατάσταση του «εκλεκτού» του, Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Την ίδια στιγμή έκλεισε επιχειρηματικές συμφωνίες με τον κύριο μεσάζοντα φυσικού αερίου του Κρεμ λίνου, Dmitry Firtash. Σε ποιο βαθμό αυτές οι σχέσεις φέρουν τον Τράμπ στο επίκεντρο -και στα άδυτα- του συστήματος εξουσίας της Ρωσίας;
Είναι μια «σκοτεινή» ιστορία και τα ερωτήματα έχουν περισσότερη ουσία από την εκ πρώτης θεωρία συνωμοσίας που εμπεριέχουν. Αλλά οι ενδείξεις είναι όλο και πιο πολλες. Δεδομένης πια της προφανούς επιθυμίας της υποψηφιότητας Τράμπ να αντιστρέψει τον πυρήνα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, πάγια για δεκαετίες, θα ήταν ανόητο να μην εξετασθεί η ευκαιρία που δίνεται μέσω αυτής στον Πούτιν να την διαβρώσει.
(Το άρθρο είναι του Franklin Foer, συντάκτη του Slate.com, όπου και δημοσιεύθηκε)