Οι ευρωπαϊκές αγορές επέδειξαν ανθεκτικότητα στην αντιμετώπιση της αβεβαιότητας μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι, σε συνέντευξη τύπου μετά την συνεδρίαση του Δ.Σ. της τράπεζας.
Τα επιτόκια θα παραμείνουν αμετάβλητα ωστόσο η ΕΚΤ, λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις στις αγορές.
«Μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αξιολόγηση μας είναι πως οι χρηματοοικονομικές αγορές αντιμετώπισαν την μεγάλη άνοδο της αβεβαιότητας και της μεταβλητότητας με θάρρος και ανθεκτικότητα» σημείωσε. «Η εκπεφρασμένη ετοιμότητα των κεντρικών τραπεζών να προσφέρουν ρευστότητα αν χρειαστεί και τα μέτρα υποστηρικτής νομισματικής πολιτικής που έχουμε εισάγει καθώς και το ισχυρό ρυθμιστικό και εποπτικό μας πλαίσιο, βοήθησαν να μείνουν περιορισμένες οι πιέσεις στις αγορές» τόνισε.
Πρόσθεσε ωστόσο πως λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις στις αγορές. Τους επόμενους μήνες, όταν θα υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες, η ΕΚΤ θα είναι σε καλύτερη κατάσταση να επανεξετάσει τις συνθήκες, επισήμανε.
Η απόφαση της ΕΚΤ
Στη σημερινή της συνεδρίαση η ΕΚΤ διατήρησε στο 0,0% διατήρησε η ΕΚΤ το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση. Οπως αποφάσισε η ΕΚΤ το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,40% αντιστοίχως.
Το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθεί να αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά ή σε χαμηλότερα επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο και πολύ πέραν του χρονικού ορίζοντα διενέργειας των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων.
Όσον αφορά τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαιώνει ότι οι μηνιαίες αγορές περιουσιακών στοιχείων ύψους 80 δισεκ. ευρώ θα εξακολουθήσουν να διενεργούνται μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2017 ή και αργότερα, εφόσον χρειάζεται, και πάντως έως ότου διαπιστώσει μια διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού η οποία να είναι συμβατή με την επιδίωξή του για τον πληθωρισμό.