Από το Τόκιο στη Θεσσαλονίκη, η ομορφότερη με διαφορά ελληνική ταινία των τελευταίων χρόνων, δεν μπορεί ακόμα να βρει διανομή και ο Τάσος Θεοδωρόπουλος αναρωτιέται γιατί.
Πριν γράψεις για σινεμά, θα ήταν καλό να ξέρεις το γιατί το κάνεις. Επειδή δεν μπορείς να γράψεις για τίποτα άλλο και το δεδομένο μιας τέχνης πάνω στην οποία μπορείς να απλώσεις σαν οβερλάι τις εκκρίσεις σου, είναι βολικό; Επειδή δεν μπορείς να κάνεις σινεμά, και ισοφαρίζεις την κατάρα που σου έλαχε, γράφοντας για το σινεμά των άλλων; Ή επειδή δεν μπορείς τελικά να δεις, να απολαύσεις το σινεμά, και σαν τον ανέραστο ηθικολόγο, εικάζεις συγγραφικά τις πρέπουσες και μη γραμμές στις οποίες πάνω πρέπει να κινηθεί το σινεμά των άλλων; Και αν ανήκεις σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες, πως αντιδράς, όταν βρεθεί μπροστά σου ένα σινεμά σινεμαδένιο στην εικόνα και την αίσθηση του, παραληρηματικό στο συναίσθημά του, υγρό, σκληρό, τρυφερό, ερωτικό, ειρωνικό και μεταλλικά παραμυθένιο σαν το J.A.C.E.; Ζητάς τη βοήθεια της μαμάς σου φοβισμένος επειδή μόλις ανακάλυψες ότι υπάρχει πολιτεία και πέρα από τα δάση; Θυμώνεις μαζί του, επειδή σου υπενθυμίζει την εξάρτηση σου από μια χρυσοστόλιστη πατερίτσα ή επιδεικτικά το αγνοείς; Σαν κακομαθημένο που σκέφτεσαι «θα του δείξω εγώ»; Στην περίπτωση του «J.A.C.E.» όλα παίζουν κι όλα έπαιξαν, όχι μόνο μετά την προβολή του στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά πολύ πριν. Για την ακρίβεια 13 χρόνια πριν, όταν ο δημιουργός του, Μενέλαος Καραμαγγιώλης, κυκλοφόρησε στις αίθουσες την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το θρυλικό «Black Out», τοποθετώντας τον πήχη της εγχώριας κινηματογράφησης σε δυσθεώρητα ύψη για τους εγχώριους 'ιρανούς' που έμαθαν να αντιλαμβάνονται σαν τέχνη μόνο την άρτε πόβερα. Χρειάστηκε μόνο η ανακοίνωση λίγο μετά, της δεύτερης ταινίας του, του «J.A.C.E», μόνο η ιδέα της ταινίας, ούτε καν το σενάριο, για να προγραμματιστούν αυτόματα οι κριτικές πένες, σε στάση εμπόλεμης ζώνης απέναντι του. Με κυριότερο του "ελάττωμα", τη φιλοδοξία του. Λογικό, εφ' όσον σύμφωνα με το νόμο της χρυσής μετριότητας, οποιαδήποτε παρεκτροπή από την κάμερα του βεριτέ αγωγιάτη, υποδεικνύει για τους ροβεσπιέρους της κριτικής, κακομαθημένο αστό στα χρόνια της γαλλικής επανάστασης.
Με τούτα και με εκείνα ο «J.A.C.E.» ολοκληρώθηκε, υπερπηδώντας ένα πλήθος εμποδίων, όπως ολοκληρώνεται κάθε έργο τέχνης όταν είναι ταμένο, αφιερωμένο, ευλογημένο και συνδεδεμένο άρρηκτα με γεγονότα, καταστάσεις και πάνω απ' όλα ανθρώπους σημαδιακούς και σημαδεμένους. Και για τον Καραμαγγιώλη και για πολλούς άλλους από μας. Και μετά από μια εξαιρετικά επιτυχημένη κριτικά πορεία στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φετινού κινηματογραφικού φεστιβάλ του Τόκιο, ο δημιουργός του, έκανε τη παιδική αποκοτιά, να το προβάλλει στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ένα σινεμά συναισθηματικής υπέρβασης, τεχνικής αρτιότητας και σκηνοθετικής κοσμοπολίτικης δυναμικής, αντιμέτωπο με τους αχυρώνες των Βαλκανίων. Μια σύγχρονη νουάρ, αction, ερωτική, θριλερική ελληνική μυθολογία, που καταφέρνει μέσα σε διόμισι ώρες, να διασχίσει χρόνο και χώρο, ενώνοντας τον Όλιβερ Τουίστ με το άγιους ελέφαντες από το Santa Sangre του Γιοντορόφσκι, μπαρόκ με τους φωτισμούς από νέον, το art intstallation με το μπαρ ξεκωλάδικο, τον αλμοντοβάρ με την όπερα και τη σάρκα με τον αγριεμένο βρυχηθμό πληγωμένου ζώου. Την ορφάνια με τη βροχερή γιορτή και την οικογένεια με το πόστο σου στο χορευτικό ενός καμπαρέ που θα επιλέξεις. Σε μια ιστορία με αρχή, μέση και λυτρωτικό τέλος που ρουφιέται μονορούφι, από την αρχή μέχρι το τέλος, ακολουθώντας ένα λαβύρινθο διακλαδώσεων που μπλέκουν τη λογική του εφιαλτικού ονείρου με την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας όχι το όνειρο, ούτε την πραγματικότητα, αλλά τις προσλαμβάνουσες σου, μπας και αντέξουν να επιβιβαστούν σε μια κούρσα με τετράτροχο αστραφτερό, που σου αποκαλύπτει όσα η γραφική πεζοπορία του βουκολικού σινεμά πίτα γύρος, σε αποτρέπει από το να δεις. Άλαλα τα χείλη των ασεβών και θα ήταν καλύτερο να παραμείνουν έτσι. Γιατί μόλις αναθάρρεψαν κι απέκτησαν ξανά τη λαλιά τους, άρχισαν να θυμούνται και να νοσταλγούν τα μπουγαδόνερα μέσα στο οποία βαφτίστηκε ως ύπαρξη η μονοκυταρικότητά τους. Με ένα μπαράζ αρνητικών και εμπαθών στην πλειοψηφία τους εγχώριων κρητικών, με έλληνα μέλος της κριτικής επιτροπής, το σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Γιάνναρη να αποχωρεί με επιδεικτική ζηλοφθονία από το μέσο προβολής της ταινίας, εφευρίσκοντας κατηγορίες ενδεικτικές της προσωπικής του εμμονής (και καλλιτεχνικής δημιουργίας) και με διάφορες άλλες ελληνικές ομορφιές του βουνού και του λόγγου, ο «J.A.C.E», μία από τις ακριβότερες (σε συναίσθημα και χρήμα), ομορφότερες, και πλέον ανταποδοτικές στη σχέση τους με το θεατή, ελληνικές ταινίες των τελευταίων ετών, ακόμα περιμένει να αποκτήσει αυτό που πιο δικαιωματικά από κάθε άλλη ελληνική ταινία της τελευταίας παραγωγής, του ανήκει. Την επαφή του με το κοινό, κάτι για το οποίο προϋποτίθεται ή έξοδος της στις αίθουσες. Κάτι που για να συμβεί, προϋποθέτει με τη σειρά του την αγορά της από μια εταιρεία διανομής. Πιθανότατα να συμβεί. Αν η ταινία ξαναμονταριστεί με μουσικοχορευτικά νούμερα, guest star από την τηλεόραση, κωμικά ιντερμέντζα και μετονομαστεί σε «Τρούφα και Χλαπαταγή: Λουμπίνες στο Μεντιτερανέο νούμερο 4» ή «Πάριζα Εμπιστευτικό» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων που να ηρεμίσει το μέσο λαχανέμπορα διανομέα, ώστε να αισθανθεί ότι θα κάνει γερή μπάζα. Ή αν πάλι ξαναμονταριστεί, σε πιο αργό ρυθμό, πιο art, και ονομαστεί κάτι σαν το «Λιβάδι που Γαβγίζει» και ξεθωριάσει και λίγο τα πιο παρδαλά της σε μούχρωμα και βάλει από πίσω και μια Ρεμπούτσικα ή μια Καραίνδρου να γρατζουνάει βιολί στο sounstrack, ώστε να ηρεμίσει και ο πιο ψαγμένος της μαναβικής, να πει ότι έχει στα χέρια του art, να τον βλογήσουν οι κολίγοι. Γιατί δυστυχώς, το J.A.C.E. είναι (ευτυχώς για μας) μια ταινία χωρίς την ανάγκη συνοδευτικής ταμπέλας, τόσο art όσο ένα κυνηγητό με κλέφτες κι αστυνόμους και τόσο action όσο ένα υπέροχο γαμήσι, που θα συνεχίσει να προκαλεί σε κριτικούς και διανομείς το φαινόμενο του τίτλου της, το οποίο μεταφράζεται σε «just another confused elephant» Aφήνοντας όλους μας όσους την απολαύσαμε, μύστες, σε έναν αστικό θρύλο που πάντα θα ελπίζουμε να μοιραστούμε και με άλλους.
Από τον Τάσο Θεοδωρόπουλο (terra_gelida@hotmail.com )
J.A.C.E.: Μια ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. Με τους Alban Ukaj, Στεφανία Γουλιώτη, Κόρα Καρβούνη, Χρήστο Λούλη, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Αργύρη Ξάφη, Μηνά Χατζησάββα, Ακύλα Καραζήση.
Για τη Μαλβίνα Κάραλη.
Δείτε το trailer εδώ