Ο κόσμος οφείλει πολλά σε εκείνον τον άνθρωπο που έκλεψε το ποδήλατο ενός πιτσιρικά, στο Λούισβιλ του Κεντάκι το 1954.
Ο 12χρονος τότε Κάσιους Κλέι, ήταν βόλτα με τους φίλους του. Οταν κατάλαβε ότι το ποδήλατό του είχε εξαφανιστεί, πήγε στο προπονητικό κέντρο Κολούμπια, όπου ο αστυνομικός Τζόε Μάρτιν ήταν επικεφαλής του προγράμματος πυγμαχίας, για να τον βοηθήσει να βρει τον ένοχο. Εκείνος συμβούλεψε τον πιτσιρικά να «δουλέψει» τις γροθιές του, πριν κυνηγήσει τον κλέφτη. Ο μικρός είχε ακούσει μόλις το «κάλεσμα» της μοίρας.
Το πρωί του Σαββάτου (ώρα Ελλάδος) γράφτηκε ο επίλογος στην ιστορία αυτού του θρύλου, καθώς ο Μοχάμεντ Αλι άφησε την τελευταία του πνοή, στα 74 του χρόνια, στο νοσοκομείο του Φοίνιξ στο οποίο νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες εξαιτίας αναπνευστικού προβλήματος. Ο κόσμος αμέσως «υποκλίθηκε» σε έναν από τους σπουδαιότερους αθλητές που έχει δει ποτέ.
Ο Αλι όμως δεν ήταν μόνο κάποιος που μεγαλούργησε στο ρινγκ. Εξελίχθηκε σε σύμβολο, εκτός αθλητισμού. Στην καριέρα του, αναδείχθηκε τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών- ο πρώτος που το κατάφερε- και μία φορά «χρυσός» Ολυμπιονίκης, πριν αποχωρήσει από την ενεργό δράση το 1981.
Τα πόδια του που «χόρευαν» στο ρινγκ και οι γρήγορες γροθιές του τον έκαναν να ξεχωρίσει. 'Η όπως ο ίδιος έλεγε, πετούσε σαν πεταλούδα και «τσιμπούσε» σαν μέλισσα. Εγινε όμως διάσημος και για τις δηλώσεις του, τη στάση του ενάντια στον ρατσισμό τη δεκαετία του '60 αλλά και κατά του πολέμου του Βιετνάμ.
Εξελίχθηκε στη «φωνή» των καταπιεσμένων σε όλο τον κόσμο, εξαιτίας της άρνησής του να συμβιβαστεί, να «ωραιοποιήσει» τις απόψεις του και με την αντίστασή του στις «λευκές» αρχές. «Θα ήθελα να με θυμούνται σαν τον άνθρωπο που κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο τρεις φορές, που είχε χιούμορ και που του αντιμετώπιζε όλους ίσα. Σαν έναν άνθρωπο που ποτέ δεν υποτίμησε εκείνους που τον θαύμαζαν, που υπερασπίστηκε τα πιστεύω του, που προσπάθησε να ενώσει όλη την ανθρωπότητα μέσω της πίστης και της αγάπης. Κι αν αυτό είναι πολύ, υποθέτω θα μπορούσα να συμβιβαστώ με το να με θυμούνται ως έναν μεγάλο μποξέρ, που έγινε ηγέτες και πρωταθλητής για τους ανθρώπους του. Δεν θα με πείραζε καν αν ξεχνούσαν πόσο όμορφος ήμουν», είχε πει κάποτε.
Γεννήθηκε στο Λούισβιλ, στις 17 Ιανουαρίου του 1942, ως Κάσιους Μάρσελους Κλέι Τζούνιορ. Το άλλαξε όμως, στη δεκαετία του '60 αρχικώς σε Cassius X και στη συνέχεια σε Μοχάμεντ Αλι- δηλαδή ο «αξιέπαινος»- όταν ασπάστηκε το Ισλάμ και προσχώρησε στην οργάνωση των «Μαύρων Μουσουλμάνων», γιατί θεωρούσε ότι έως τότε είχε το όνομα ενός δούλου. Το 1966 αρνήθηκε να καταταγεί λέγοντας τότε σε δημοσιογράφους «Δεν έχω καμία διαμάχη με τους Βιετκόνγκ. Κανένας τους δεν με είπε ποτέ βρωμο-νέγρο».
Το 1967, ενώ παρέμενε αήττητος και δεν φαινόταν ότι κάποιος μπορούσε να τον απειλήσει, του αφαιρέθηκαν οι τίτλοι του εξαιτίας της άρνησής του να καταταγεί και για 3,5 χρόνια πάσχιζε για να βγάλει χρήματα από ομιλίες σε πανεπιστήμια και εμφανίσεις στο Μπρόντουγεϊ. Δικάστηκε, του επιβλήθηκε πρόστιμο και ποινή φυλάκισης. Εχασε τα καλύτερα χρόνια του ως πυγμάχος, αλλά με την αντίδραση για τον πόλεμο στο Βιετνάμ να γιγαντώνεται, το ίδιο συνέβαινε και με τη φήμη του.
Το 1964 αναδείχθηκε «χρυσός» Ολυμπιονίκης στη Ρώμη, μόλις στα 18 του χρόνια. Στην αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε το 1975, έγραψε ότι λίγο μετά από την επιστροφή του στις ΗΠΑ από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πέταξε το χρυσό του μετάλλιο στο ποτάμι, όταν εκείνος και ένας φίλος του δεν κατάφεραν να μπουν σε ένα εστιατόριο για λευκούς και τσακώθηκαν με μία «λευκή» συμμορία. Αρκετοί έχουν αμφισβητήσει αυτή την ιστορία έκτοτε. Στη βιογραφία του Αλι από τον Τόμας Χάουσερ αναφερόταν ότι πράγματι το περιστατικό στο εστιατόριο συνέβη, αλλά ο πυγμάχος έχασε το μετάλλιό του ένα χρόνο μετά από τη διοργάνωση της Ρώμης. Πάντως, ο Αλι παρέλαβε ένα δεύτερο μετάλλιο, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων της Ατλάντα το 1996, σε ημίχρονο αγώνα μπάσκετ. Σε αυτή τη διοργάνωση, ο πυγμάχος ήταν ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος.
Στην επαγγελματική καριέρα του, ο «Greatest», όπως τον αποκαλούσαν- οι άλλοι όπως και ο ίδιος τον εαυτό του- ξεκίνησε κατακτώντας τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή το 1964, βγάζοντας νοκ άουτ τον Σόνι Λίστον στον έβδομο γύρο. Ανέκτησε τον τίτλο το 1974, όταν επέστρεψε στο ρινγκ, κόντρα στον Τζορτζ Φόρμαν σε έναν αγώνα που διοργανωθεί στην Κινσάσα του τότε Ζαΐρ. Εχασε τον τίτλο του από τον Λέον Σπινκς στις 15 Φεβρουαρίου του 1978 και τον ανέκτησε στη ρεβάνς στις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Τελείωσε την επαγγελματική του σταδιοδρομία με ήττα στα σημεία από τον Τζαμαϊκανό Τρέβορ Μπέρμπικ, στις 11 Δεκεμβρίου του 1981 στο αθλητικό κέντρο Βασίλισσα Ελισάβετ στο Νασάου.
Από τα 42 του χρόνια έπασχε από Πάρκινσον και σταδιακά περιόρισε τις δημόσιες εμφανίσεις του. Στις αρχές του μήνα ο αδελφός του, Ράχμαν Αλι, αποκάλυψε ότι η κατάστασή του ήταν τόσο προχωρημένη, που μετά βίας μπορούσε να μιλήσει ή να βγει από το σπίτι του.
Φωτογραφίες: ΑΠΕ