Σε απολογία καλούνται σήμερα ενώπιον του ανακριτή Διαφθοράς Κώστα Σαργιώτη έξι μέλη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ, οι τρεις εκ των οποίων είναι ευρωπαίοι τεχνοκράτες, για τη «μη επωφελή αξιοποίηση» 28 ακινήτων της περιόδου 2013-2014.
Η κατηγορία αφορά την απιστία με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου.Ο φάκελος της δικογραφίας αφορά τα 28 ακίνητα, πέντε κτίρια των υπουργείων Πολιτισμού, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Υγείας και Παιδείας, 13 κτίρια ΔΟY και πέντε κτήρια της Αστυνομίας, που μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ με σκοπό την πώληση και λειτουργική μίσθωσή τους (sale-and-lease-back), για 20 χρόνια.
Η συναλλαγή -που ελέγχθηκε από τους εισαγγελείς Διαφθοράς μετά από μηνυτήρια αναφορά δικηγόρων του Πειραιά- ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2014 με ομόφωνη εισήγηση του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων και απόφαση του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ και αφορά δυο συμβάσεις πώλησης και 28 συμβάσεις επαναμίσθωσης για 20 χρόνια με αντισυμβαλλόμενα μέλη το ελληνικό Δημόσιο και δυο αναδόχους (Eurobank Properties, Εθνική Πανγαία). Το συνολικό τίμημα ανήλθε σε 261 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως μισθώματα που για το πρώτο έτος ανέρχονταν σε 25,5 εκατομμύρια ευρώ.
Σημείο τριβής με τους θεσμούς
Συγκατηγορούμενοι των έξι εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ, τριών Ελλήνων και τριών αλλοδαπών, είναι τρία μέλη του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ, της επίμαχης περιόδου, για το αδίκημα της υπεξαίρεσης με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608 περί καταχραστών του Δημοσίου. Η κατηγορία αφορά την μη απόδοση τόκων που ξεπερνούν τις 100.000 ευρώ μετά την είσπραξη του τιμήματος και εντός δέκα ημερών. Οι τρεις κατηγορούμενοι μέλη της διοίκησης, σύμφωνα με τη δικογραφία, όφειλαν αμέσως μετά το τέλος της διαδικασίας και την είσπραξη του τιμήματος και το αργότερο μέσα σε δέκα μέρες να πιστώσουν το ποσό στον ειδικό λογαριασμό του Δημοσίου μαζί με τους αναλογούντες τόκους τους οποίους δεν απέδωσαν. Η υπόθεση πάντως φαίνεται να αποτελεί σημείο έντασης μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών καθώς εκ των έξι κατηγορουμένων οι τρεις είναι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες, γεγονός που προκαλεί εκνευρισμό στους εκπροσώπους των δανειστών.
Οι θεσμοί θεωρούν ότι οι εμπειρογνώμονες θα έπρεπε να απολαμβάνουν ποινικής αμνηστίας όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα μέλη του Δ.Σ. του ΤΑΙΠΕΔ, εξού και ζητούν από την κυβέρνηση, ενόψει της ίδρυσης του νέου υπερταμείου, να επεκταθεί η αμνηστία για το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία (που ισχύει για το ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ) και στο Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων, κάτι που σήμερα δεν ισχύει.
Στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση αναφέρεται πως τα μέλη του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων «παρότι μπορούσαν λόγω των γνώσεων και των ικανοτήτων τους να εισηγηθούν τροποποίηση των όρων της συναλλαγής ώστε η αξιοποίηση της περιουσίας να καταστεί συμφέρουσα για το Δημόσιο, δεν το έπραξαν και ομόφωνα γνωμοδότησαν προς το ΔΣ ότι η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν επωφελής».
Το πόρισμα των εισαγγελέων διαφθοράς
Οι εισαγγελείς Διαφθοράς στο πόρισμά τους εκτιμούν πως η επίμαχη διαδικασία αποδείχτηκε ασύμφορη και απειλούσε με ζημιά του ελληνικού Δημοσίου ανερχόμενη σε τουλάχιστον 580 εκατομμύρια ευρώ. Αναφέρονται επίσης, σε «επαχθείς μισθωτικούς όρους» που επάγονται ζημία για το ελληνικό Δημόσιο η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Επισημαίνουν μάλιστα συγκεκριμένες περιπτώσεις ακινήτων και μισθωμάτων που κατέβαλε το Δημόσιο όπως συνολικό ποσό των 6,6 εκατομμυρίων ευρώ που αντιστοιχεί σε μίσθωμα που πλήρωσε το Δημόσιο μέχρι τον Ιούνιο του 2015 για τη μίσθωση κενών ή εν μέρει κενών κτιρίων για το κτίριο του Κεράνη και το κτίριο του υπουργείου Υγείας (πρώην Ολυμπιακό κέντρο γραπτού Τύπου).
Επισημαίνουν επίσης, ότι σημειώθηκε σε κάποιες περιπτώσεις υποτίμηση της «εύλογης αξίας των ακινήτων» με αποτέλεσμα τη μείωση του τιμήματος που εισέπραξε το Δημόσιο. Χαρακτηριστικά στο πόρισμα γίνεται λόγος στις περιπτώσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης και του Γενικού Χημείου του Κράτους στις οποίες οι εισαγγελείς θεωρούν ότι δεν εκτιμήθηκε η αξία της γης, καθώς απέμενε συντελεστής δόμησης. Κρίνουν επίσης ότι δεν εκτιμήθηκε η μελλοντική υπεραξία των ακινήτων λόγω μεταβολής των χρήσεων γης, όπως στην περίπτωση του υπουργείου Παιδείας.