Στα 20,092 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού για το δεκάμηνο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2011, έναντι του νέου στόχου 20,362 δισ. ευρώ, όπως προσδιορίστηκε με το σχέδιο του προϋπολογισμού 2012 και ελλείμματος 18,081 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2010, ανακοίνωσε σήμερα το Υπουργείο Οικονομικών.
Τα συνολικά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού (Τακτικός και ΠΔΕ) είναι μειωμένα έναντι του νέου στόχου ελλείμματος κατά 1,062 δισ. ευρώ, ενώ οι συνολικές δαπάνες (Τακτικός και ΠΔΕ) παρουσιάζονται μειωμένες κατά 1,332 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν μόνο τον Κρατικό Προϋπολογισμό, δηλαδή την Κεντρική Κυβέρνηση και όχι τη Γενική Κυβέρνηση. Δεν αφορούν δηλαδή το σύνολο των δημοσιονομικών δεδομένων, βάση των οποίων προσδιορίζεται το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης κατά το πρότυπο ESA95, που συνιστά και το κριτήριο για την αξιολόγηση του προγράμματος οικονομικής πολιτικής από την Τρόικα.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Προϋπολογισμού του 2012 που συζητείται στη Βουλή, το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2011 προσδιορίζεται στο 9% του ΑΕΠ.
Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών, ανεξάρτητα από το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2011, οι δημοσιονομικοί στόχοι του 2012 για πρωτογενές πλεόνασμα 1,1%, δημοσιονομικό έλλειμμα 5,4% (αντί για 6,7%) και μείωση των τόκων εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους κατά 3,6 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2011 και κατά 5,1 δισεκ. ευρώ σε σχέση με την πρόβλεψη του 2012 (προ PSI), μπορούν να εξυπηρετηθούν ούτως ή άλλως επί τη βάση των μέτρων που έχουν ήδη νομοθετηθεί.
Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 39,271 δισ. ευρώ και εμφανίζονται μειωμένα κατά 4,0% έναντι του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος του 2010.
Η υστέρηση των εσόδων οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη, κατά την περίοδο σύνταξης του προϋπολογισμού, ύφεση, στις μειωμένες εισπράξεις από παρακράτηση φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά το τρέχον έτος λόγω της ευνοϊκότερης φορολόγησης βάσει του νέου φορολογικού νόμου και της μείωσης των εισοδημάτων, καθώς και στις αυξημένες επιστροφές φόρων λόγω συμψηφισμού εκκρεμοτήτων παρελθόντων ετών. Η υστέρηση έναντι του στόχου για το ίδιο διάστημα οφείλεται σε καθυστερήσεις είσπραξης των φορολογικών εσόδων που προέκυψαν από την απεργία του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, καθώς και στη μετάθεση στο απομένον δίμηνο του έτους, ορισμένων εσόδων από την εκχώρηση αδειών και δικαιωμάτων του Δημοσίου, λόγω καθυστερήσεων στις σχετικές διαδικασίες.
Τα έσοδα του ΠΔΕ είναι αυξημένα κατά 38,1% ή κατά 521 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το δεκάμηνο του 2010.
Επισημαίνεται ότι τα έσοδα του δεκαμήνου βάσει του δελτίου εκτέλεσης του προϋπολογισμού είναι σε ταμειακή βάση. Το συνολικό όμως αποτέλεσμα των εσόδων του 2011, σε εθνικολογιστική βάση, καθορίζεται και από την πορεία των εσόδων έως το πρώτο δίμηνο του 2012, ενώ μέρος των εσόδων της τρέχουσας περιόδου λογίζονται εθνικολογιστικά στα έσοδα του 2010. Οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού είναι αυξημένες κατά 3,150 δισ. ευρώ ή 5,8% έναντι του 2010.
H αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως:
- στις αυξημένες δαπάνες για τόκους κατά 2,483 δισ. ευρώ ή 19,5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010
- στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 2,5% ή 999 εκ. ευρώ συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2010 που οφείλεται στην αύξηση των δαπανών για ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία κατά 2,771 δισ. ευρώ, που υπερέβη την μείωση κατά 1,772 δισ. ευρώ, των υπολοίπων κατηγοριών δαπανών
Βασικοί αποδέκτες των αυξημένων επιχορηγήσεων ήταν:
- τα Ασφαλιστικά Ταμεία κατά 1,838 δισ. ευρώ (κυρίως ο ΟΓΑ κατά 380 εκ. ευρώ και το ΙΚΑ κατά 1,348 δισ. ευρώ) εξαιτίας της μείωσης των εσόδων τους από ασφαλιστικές εισφορές.
- ο ΟΑΕΔ για την καταβολή επιδομάτων ανεργίας κατά 313 εκ. ευρώ.
- τα νοσοκομεία κατά 703 εκ. ευρώ για την πληρωμή των προμηθειών του έτους 2011 (δόθηκαν επιπλέον 94 εκ. ευρώ για την καταβολή οφειλών από προμήθειες παρελθόντων ετών).
- Οι δαπάνες του ΠΔΕ, τέλος, παρουσιάζουν μείωση κατά 37,4 ή 2,260 δισ. ευρώ.