Από πολύ κοντινή απόσταση παρακολουθούν οι διεθνείς επενδυτές τις συζητήσεις για το ελληνικό χρέος αναμένοντας μια λύση ήδη από το Eurogroup της 24ης Μαΐου.
«Ακόμα κι αν η Γερμανία για πολιτικούς λόγους είναι απρόθυμη να συζητήσει από τώρα τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, θα αναγκαστεί να συμφωνήσει σε μια μορφή ελάφρυνσης, ακόμα κι αν αυτή είναι ήπια. Αυτό που προτείνει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν είναι βιώσιμο», σημειώνει στο ΑΠΕ ο Πίτερ Βάντεν Χάουτε, επικεφαλής οικονομολόγος της ING Βελγίου για την ευρωζώνη.
Όπως εξηγεί, η θέση της Ελλάδας μετά και τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που ψήφισε πρόσφατα έχει «ενδυναμωθεί» ως προς το αίτημά της για εκπλήρωση της υπόσχεσης των δανειστών από το 2012 για έναρξη της συζήτησης για τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Το Eurogroup της επόμενης Τρίτης είναι κρίσιμο. Η συμφωνία θα είναι δύσκολη, αλλά η ΕΕ δεν μπορεί να πάρει το ρίσκο μιας ακόμη αποτυχίας, ειδικά ενόψει του δημοψηφίσματος για το Brexit», προσθέτει ο Βάντεν Χάουτε.
«Αυτό που έχει σημασία για τους επενδυτές είναι να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ξεπληρώσει το χρέος της», αναφέρει από την πλευρά του στο ΑΠΕ ο Μπρούνο Κολμάντ επικεφαλής των μακροοικονομικών ερευνών στην DeGroof-Petercam, τη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα του Βελγίου, επισημαίνοντας πως μια γενναιόδωρη επιμήκυνση των ωριμάνσεων των δανείων «κατά 10-15 χρόνια» θα παίξει σημαντικό ρόλο στην αναζωπύρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος.
«Χρειάζεται ένας συνδυασμός μέτρων. Επιμήκυνση ωριμάνσεων και περιόδου χάριτος και μείωση των επιτοκίων, ακόμα κι αν είναι ήδη χαμηλά», υπογραμμίζει.
Σε ό,τι αφορά την πρόταση του ESM για πρόωρη εξαγορά του χρέους της Ελλάδας προς το ΔΝΤ, ο Π. Βάντεν Χάουτε επισημαίνει πως σίγουρα μπορεί να βρεθεί ένας τρόπος να ανακουφιστεί η Ελλάδα από τα «ακριβά δάνεια του ΔΝΤ».
Επιπλέον, σημειώνει πως μια «έξυπνη», από οικονομικής σκοπιάς, πρόταση θα ήταν να συνδεθεί η αποπληρωμή του χρέους με την ανάπτυξη, έτσι ώστε το βάρος του χρέους να μην πιέσει παραπάνω την ήδη ευάλωτη ελληνική οικονομία.
«Ωστόσο δεν είμαι σίγουρος ότι οι δανειστές θα συμφωνούσαν σε κάτι τέτοιο γιατί βασίζεται σε στατιστικές και μετρήσεις», υπογραμμίζει ο Βάντεν Χάουτε.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος, χαρακτηρίζει τις προτάσεις του ΔΝΤ κάπως «επιθετικές», και ιδιαίτερα την πρόταση για σταθεροποίηση των επιτοκίων στο 1,5% για 30-40 χρόνια, καθώς, εάν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι πιθανό να επωμιστούν το βάρος οι δανειστές της Ελλάδας, δηλαδή τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης.
«Πιστεύω πως η λύση που θα βρεθεί θα είναι κάπου στη μέση», λέει και συμπληρώνει πως σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει ίσως και μεγαλύτερη σημασία από το χρέος για τους διεθνείς επενδυτές είναι να επαναφέρει η ΕΚΤ το waiver και να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
«Μια ελάφρυνση του χρέους από μόνη της δεν είναι αρκετή για να επιστρέψουν ξαφνικά οι επενδυτές. Εάν όμως η ΕΚΤ ξεκινήσει να αγοράζει το χρέος της ελληνικής κυβέρνησης, υπάρχει σίγουρα ένας καλός λόγος να επενδύσει κανείς σε ελληνικό χρέος», τονίζει ο Βαν Χάουτε προβλέποντας μάλιστα πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ήδη στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
«Η ΕΚΤ κανονικά θα πρέπει να πάρει αυτές τις αποφάσεις μόλις επιτευχθεί συμφωνία για το χρέος και εφόσον το ΔΝΤ συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Κατόπιν, σίγουρα θα υπάρξουν κάποιοι πιο ριψοκίνδυνοι επενδυτές (less risk-averse hedge funds) που θα είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε ολιγοετή ομόλογα», σημειώνει και καταλήγει προειδοποιώντας, ωστόσο, πως εξίσου κρίσιμη είναι και η στάση που θα κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς πρέπει να παραμείνει «προσηλωμένη στην εφαρμογή του προγράμματος» και να «διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα».