12 Μαΐου 1992: Ο σπουδαίος ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής Νίκος Γκάτσος αφήνει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Αθήνα. Η σορός του θα μεταφερθεί στη γενέτειρά του, την Ασέα Αρκαδίας, όπου και θα ταφεί.
Ο πνευματικός κόσμος της χώρας πενθεί έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της χώρας, ακόμη και αν είχε εκδώσει μοναχά μια συλλογή, την περίφημη «Αμοργό» εν μέσω της Γερμανικής κατοχής, το 1943.
Το έργο του που θα κυκλοφορήσει σε μόλις 308 αντίτυπα, των 20 σελίδων, θα αποτελέσει σημείο αναφοράς του ρεύματος του σουρεαλισμού στην Ελλάδα και θα τον καταξιώσει στον κύκλο των συγγραφέων, ποιητών και μουσικών της χώρας ως έναν απο τους κύριους εκφραστές του.
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1911 στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών μένει ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πεθαίνε στο πλοίο και τον πτώμα του καταλήγει στον Ατλαντικό ωκεανό.
Ο Νίκος, ο οποίος παρακολουθεί τα μαθήματα του στο Δημοτικό της Ασέας και έπειτα στο Γυμνάσιο της Τρίπολης, δείχνει από τα πρώτα κιόλας χρονιά της ζωής του μια έντονη αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα.
Το 1930 θα μετακομίσει μαζί με την μητέρα του και την αδερφή του στην Αθήνα, όπου και θα εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή -την οποία όμως ποτέ δεν ολοκλήρωσε- και θα έρθει σε επαφή με τον λογοτεχνικό κόσμο της πρωτεύουσας.
Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται λίγα μόλις χρόνια αργότερα στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός». Δουλειά του επίσης παρουσιάζεται στα «Καλλιτεχνικά Νέα», στα «Νέα Γράμματα» και στα «Φιλολογικά Χρονικά».
(Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα»)
Το 1936 γνωρίζεται με τον κορυφαίο ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, μια συνάντηση που θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη του Γκάτσου, ο οποίος «ασπάζεται» αμέσως τον υπερρεαλισμό, κίνημα που κυριαρχεί εκείνη την εποχή στην Ευρώπη.
Μελετά το Μανιφέστο του Μπρετόν και την Πραγματεία του Αραγκόν, ενώ την ίδια εποχή το ενδιαφέρον του στρέφεται και στον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Αγαπημένος φίλος του Καρόλου Κουν θα συνεργαστεί πολλες φορές με τον ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης, όπως στον «Ματωμένο Γάμο» που συνεπαίρνει το αθηναϊκό κοινό.
Ο Γκάτσος, μετά την έκδοση της «Αμοργού», θα κυκλοφορήσει τρία ακόμη ποιήματα το «Ελεγείο» το 1946, το «Ο Ιππότης και ο θάνατος», έναν χρόνο αργότερα και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» το 1963.
Τα έργα του γίνονται επίκεντρο συζητήσεων στους διανοούμενους της εποχής, με μερικούς από τους πιο γνωστούς συνθέτες της χώρας να επιθυμούν να τα μελοποιήσουν. Μάνος Χατζηδάκης (με τον οποίον και αναπτύσσει μια πολύ στενή σχέση), Μίκης Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Χατζηνάσιος, Κελαηδόνης και τόσοι ακόμη, δίνουν ήχο στις μαγικές του λέξεις.
Πιο γνωστά από αυτά, το «Ρεμπέτικο», το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», το «Αν θυμηθείς τ' Όνειρο μου», το «Πάει ο Καιρός», αλλά και δεκάδες άλλα που γίνονται αμέσως τεράστιες επιτυχίες.
Το ταλέντο όμως του Γκάτσου είναι πολυεπίπεδο και δεν περιορίζεται. Εκτός από τους στίχους και τα ποιήματα, διαπρέπει και ως μεταφραστής θεατρικών έργων. Συστήνει στην Ελλάδα «ιερά τέρατα» του θεάτρου, μεταφράζοντας έργα του Λόρκα, του Στρίντμπεργκ, του Ευγένιου Ο Νιλ, του Τενεσί Ουίλιαμς.
(Ο Μάνος Χατζηδάκης παρουσιάζει τον «Κεμάλ»)
Στίχοι και ποιήματα του Νίκου Γκάτσοι μεταφράζονται σε πάνω από δέκα γλώσσες, ενώ λίγο πριν τον θάνατο του, το 1991 τιμάται από τη Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας για τη διάδοσή της λογοτεχνίας της χώρας.