Δυσάρεστη έκπληξη για τον ιδιωτικό τομέα να καλείται, μέσω της υπερφορολόγησης, να «καλύψει» τα έξοδα ενός υπερτροφικού και καλύτερα αμειβόμενου προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο σύμφωνα με τον ΣΕΒ.
Το ελληνικό κράτος πληρώνει υψηλότερους μικτούς μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα, ακριβώς όπως γίνεται και στην μέση ευρωπαϊκή χώρα, με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο απ’ ό,τι στην ΕΕ-28. Επίσης, η Ελλάδα απασχολεί στο «στενό» δημόσιο τομέα διπλάσιους μισθωτούς εργαζόμενους (16%), ως ποσοστό του συνόλου της μισθωτής απασχόλησης απ’ ό,τι η ΕΕ-28 (8%), όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ.
Στην Ελλάδα, οι αμοιβές του προσωπικού της γενικής κυβέρνησης ανέρχονται στο 12,2% του ΑΕΠ ενώ στην ΕΕ-28 στο 10,2%, για συγκριτικά, πολύ χαμηλότερης ποιότητας προσφερόμενες υπηρεσίες. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη στο μέλλον και χρήζει άμεσης προσαρμογής. Το κράτος οφείλει να λειτουργεί με υψηλότερη παραγωγικότητα και να μειώσει την δαπάνη για μισθούς. Εν γένει, το κράτος στην Ελλάδα λειτουργεί σήμερα πέραν των δυνατοτήτων της ιδιωτικής οικονομίας, γεγονός που απομυζά πόρους αλλά και επενδύσεις και θέσεις εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα και καταδικάζει την ελληνική οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλή ανεργία.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας εξαρτώνται από την τήρηση των συμφωνηθέντων που θα οδηγήσουν σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης, επέκταση της επενδυτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και των εξαγωγών.
Πάντως, οι καλύτερες των αναμενομένων επιδόσεις της οικονομίας οφείλονται κυρίως στην κατανάλωση, που εξακολουθεί να στηρίζεται από την αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών. Την ίδια ώρα η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, μαζί με τις προσδοκίες απασχόλησης τους, χειροτερεύουν την ώρα που η επιχειρηματική εμπιστοσύνη συνεχίζει να δείχνει σημάδια διστακτικής σταθεροποίησης.
Ειδικά στο λιανικό εμπόριο, η υποχώρηση του κύκλου εργασιών έρχεται σε αντίθεση με τη σημαντική βελτίωση της εμπιστοσύνης. Καθώς τα εισοδήματα και η αποταμίευση παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, η μείωση των καταθέσεων συνεχίζεται. Παρόλ’αυτά η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις ανέκαμψε το Μάρτιο, τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αυξάνονται, ως αποτέλεσμα των μέτρων που ελήφθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι και οι δαπάνες, όπως μισθοί και συντάξεις, της κεντρικής κυβέρνησης συγκρατούνται.
Η διάθεση περιουσιακών στοιχείων σε αξιοπρεπείς τιμές και μέσω διαδικασιών χωρίς υπερβολικό κόστος θα μπορούσε να δώσει την δυνατότητα σε ιδιώτες και επιχειρήσεις να συγκεντρώσουν πόρους για να καλύψουν υποχρεώσεις τους έναντι της αγοράς και του κράτους, έτσι ώστε «να γυρίσουν σελίδα». Η διευκόλυνση της μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού όπως είναι τα ακίνητα μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Η μείωση των περιττών επιβαρύνσεων, η απομάκρυνση διαδικαστικών και φορολογικών υπερβολών και ασαφειών καθώς και η δέσμευση για διατήρηση ευνοϊκών ρυθμίσεων που έχουν μεν θεσπιστεί, αλλά κινδυνεύουν να εκπνεύσουν, είναι συνεπώς προϋπόθεση για τη στήριξη της ανάκαμψης της οικονομίας.