Παγιδευμένη στη... δημιουργική ασάφεια των στόχων της συμφωνίας του περσινού καλοκαιριού και στο ρόλο- κλειδί που παίζει το ΔΝΤ, βρίσκεται η κυβέρνηση.
Μάλιστα, κινδυνεύει να χάσει και στα δύο μέτωπα: Και να υποχρεωθεί σε πολύ περισσότερα μέτρα και να πάρει λιγότερα από τα προσδοκώμενα στην ελάφρυνση του Χρέους.
Η συμφωνία που υπογράφηκε τον Αύγουστο με το μαχαίρι στο λαιμό, προβλέπει πολύ συγκεκριμένους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2018, ενώ περισσότερο από κάθε άλλη φορά προβλέπει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων όπως η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των αγροτών και των ενοικίων, η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ κ.λ.π.
Η παγίδα είναι η πρόβλεψη συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, που πρέπει να αποδίδουν συγκεκριμένους στόχους με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, που πρέπει να αποδώσει φέτος 1% του ΑΕΠ, δηλαδή εξοικονόμηση 1,8 δισ ευρώ, χωρίς όμως να περιγράφονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, ενώ ανάλογη είναι η πρόβλεψη και για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος.
Κι εδώ ξεκινάνε τα προβλήματα. Αλλιώς αποτιμά και υπολογίζει η Αθήνα τα μέτρα που προτείνει κι αλλιώς το ΔΝΤ, με αποτέλεσμα το Ταμείο να επιμένει ότι για να φτάσουμε σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, δεν αρκούν μέτρα στο 3,5% του ΑΕΠ αλλά 4,5%, δηλαδή περίπου 1,8 δισ ευρώ παραπάνω, καθώς σύμφωνα με την πάγια πρακτική του Ταμείου, απαιτείται πάντα ένα "μαξιλάρι" για την απορρόφηση των απωλειών που σχετίζονται κυρίως με την αύξηση της φορολογίας (μικρότερη εισπραξιμότητα, αύξηση φοροδιαφυγής).
Το δεύτερο πρόβλημα προκαλεί η απαίτηση του Ταμείου για μέτρα που το ίδιο θεωρεί ότι αποδίδουν μόνιμα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Κι εδώ προέκυψε η κόντρα για το αφορολόγητο, καθώς σύμφωνα με την άποψη του ΔΝΤ μόνο αν διευρυνθεί η φορολογική βάση προς τα κάτω θα διορθωθούν οι στρεβλώσεις του συστήματος, ενώ αντιθέτως όσο ανεβαίνουν οι συντελεστές τόσο θα ενισχύεται η φοροδιαφυγή.
Ανάλογη είναι η κόντρα και για τις ασφαλιστικές εισφορές, που σύμφωνα με το Ταμείο δεν επιτρέπεται να αυξηθούν- έστω για περιορισμένο χρονικό διάστημα- καθώς το ζητούμενο ήταν και παραμένει η μείωση του μη μισθολογικού κόστος, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και εν τέλει η τόνωση της απασχόλησης.
Όπως υποστηρίζουν οι τεχνοκράτες του Ταμείου, μια αύξηση των εισφορών για να καλυφθεί η "τρύπα" των επικουρικών δεν μπορεί να αποτελεί λύση για μια οικονομία που υποφέρει από ανεργία στα όρια του 24- 25%.
Με αυτά τα δεδομένα, ενώ η Αθήνα υποστηρίζει ότι το Ταμείο πιέζει για μέτρα που δεν προβλέπονται στη συμφωνία, το ΔΝΤ επιμένει ότι δεν ζητά νέα και άγνωστα μέτρα αλλά μέτρα που να διασφαλίζουν την εφαρμογή της συμφωνίας ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους. Σημειώνεται, εξ άλλου, ότι ενώ η συμφωνία προβλέπει τη λήψη μέτρων στο 1% του ΑΕΠ για να "κλειδώσει" το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018, που θα περιλαμβάνουν τις αμυντικές δαπάνες, τη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος και το "πάγωμα" των υποχρεωτικών δαπανών, η κυβέρνηση είναι αυτή που επέλεξε να φέρει ένα (ακόμα) βαρύ πακέτο έμμεσων φόρων, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του ΦΠΑ στο 24%.