Ήταν πρωί της 13ης Απριλίου του 1926. Στο σπίτι του Κώστα Λούκου, ιδιοκτήτη ταβέρνας και της Αναστασίας (Τάσα) Σταμάτη, στα Βίλλια Αττικής, το πολύτεκνο ζευγάρι που έχει ήδη 5 παιδιά περιμένει δίδυμα.
Πρώτος βγαίνει ο Τάκης, ένα υγιέστατο μωρό που ζυγίζει 4 κιλά. Μια ώρα αργότερα τον ακολουθεί η μικρή του αδερφή, η Έλλη, ένα καχεκτικό και εύθραυστο πλασματάκι που αρχίζει να ανησυχεί και να τραβά την προσοχή των γύρω της από το πρώτο της κιόλας κλάμα, το οποίο και έρχεται λίγα λεπτά αργότερα με την βοήθεια της μαμής.
Το κορίτσι αυτό θα μεγαλώσει για να γίνει μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς και μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που γεννήθηκαν στην χώρα. Θα μείνει γνωστή με το όνομα: Έλλη Λαμπέτη.
Η οικογένεια, δυο μόλις χρόνια μετά την γέννηση των διδύμων, θα αφήσει το άνετο διώροφο σπίτι στα Βίλλια με τον κατάφυτο κήπο και θα μετακομίσει στην Αθήνα, σε ένα μικρο δυάρι στην Μιχαήλ Βόδα 139, όπου και ο πατέρας θα εργαστεί ως ξυλέμπορος.
Η ταβέρνα δεν πήγαινε καλά και η Τάσα ήθελε οπωσδήποτε τα παιδιά της να μορφωθούν σε κάποιο σχολείο της πρωτεύουσας και έτσι η μετακόμιση τους στην Αθήνα ήταν επιβεβλημένη.
Όμως, πάντα στην καρδιά της οικογένειας θα βρίσκεται το πατρικό σπίτι που άφησαν πίσω τους, το οποίο και θα επισκέπτονται με κάθε ευκαιρία τα καλοκαίρια. «Στα Βίλλια έμαθα να αγαπώ την ομορφιά» είχε πει κάποτε η ίδια η Λαμπέτη.
Η οικογένεια θα αλλάξει αρκετές διευθύνσεις στην Αθήνα. Θα μετακομίσει αρχικά στην οδό Αχιλλέως και από εκεί στην οδό Ασκληπιού. Το 1938 η έφηβη πια Έλλη θα μπει στο Γυμνάσιο και το 1941 θα χάσει το δίδυμο αδερφό της Τάκη από φυματίωση, ένα γεγονός που θα την συγκλονίσει.
Η σχέση της Λαμπέτη με τα αδέρφια της είναι στενή και δείχνουν να μοιράζονται πολλά περισσότερα από μόνο το αίμα τους. Η Έλλη θα μιλάει συχνά για αυτούς και ειδικά για την αγάπη που είχαν όλα σχεδόν τα παιδιά στις τέχνες. Για την Κούλα που έγραφε στίχους, για την Ειρήνη που λάτρευε την ζωγραφική και για τον Τάκη που ήταν «γεννημένος ποιητής».
Αυτή η αγάπη για τις τέχνες θα οδηγήσει και την Έλλη στον μαγικό κόσμο του θεάτρου, η οποία, όπως και σε όλη την υπόλοιπη ζωή της, θα αντιμετωπίσει δυσκολίες από την αρχή κιόλας της προσπάθεια της.
Το 1941, στις 25 Σεπτεμβρίου, η Λαμπέτη απορρίπτεται παμψηφεί από την αρμόδια επιτροπή της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ενώ ανάλογη αρνητική αντιμετώπιση θα έχει και στην σχολή της Μαρίας Κοτοπούλη, στην επιτροπή της οποίας βρίσκεται και ο φέρελπις ζεν πρεμιέ της εποχής, Δημήτρης Χορν.
Όμως η Λαμπέτη φαίνεται ότι μέσα στις ατυχίες της ζωής της έχει και ένα λαμπρό άστρο να την συντροφεύει. Ένας καλός φίλος της Κοτοπούλη την πείθει να αναστείλει την απορριπτική απόφαση της επιτροπής και να την πάρει κοντά της. Η Έλλη θα αλλάξει το όνομα της από Λούκου σε Λαμπέτη, μετά από παρότρυνση του θείου της και εμπνευσμένη από τον «Αστραπόγιαννο» του Βαλαωρίτη και θα ανακοινώσει στους γονείς της στο διαμέρισμα της Ασκληπιού ότι έγινε δεκτή στην Κοτοπούλη.
Η Λαμπέτη θα μοιράσει τον χρόνο της ανάμεσα στο 5ο Γυμνάσιο Εξαρχείων και στο θέατρο της Κοτοπούλη, η οποία εντυπωσιασμένη από το ταλέντο της μικρής Έλλης της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Η Χάννελε πάει στο Παράδεισο» το 1942.
Λίγο καιρό αργότερα, στις αρχές του 1943, η Λαμπέτη θα γνωρίσει τον πρώτο έρωτα της ζωής της, μια από τις πολλές θυελλώδεις σχέσεις που θα ακολουθήσουν. Είναι άλλωστε η εποχή που η Λαμπέτη ξεκινά σε όλα τα επίπεδα την νέα της, πολυτάραχη ζωή, γεμάτη από θεατρικές και κινηματογραφικές επιτυχίες και δυνατούς έρωτες. Ο νέος αυτός ονομάζεται Θεόδωρος Σγουρδέλης και είναι ένας όμορφος και πλούσιος διπλωμάτης και ποιητής που ζει μόνιμα στο Παρίσι και ο οποίος ξετρελαίνει την Έλλη.
«Η Έλλη νιώθει με το πρώτο βλέμμα μια ηλεκτρική εκκένωση» γράφει για αυτήν την γνωριμία ο Φρέντυ Γερμανός, ενώ ο Μάριος Πλωρίτης συμπληρώνει αργότερα, «ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ήταν κάτι σαν μάγος», για να παραδεχθεί η ίδια η Λαμπέτη χρόνια αργότερα, «όταν εγώ ερωτεύομαι το θερμόμετρο χτυπά τους 42 βαθμούς».
Η γνωριμία αυτή την κυριεύει και σύντομα η Λαμπέτη αρχίζει και εμφανίζεται ασυνεπής ως προς τις θεατρικές της υποχρεώσεις με την Κοτοπούλη να εκνευρίζεται και να ανησυχεί. Η Λαμπέτη έχει χαθεί στην αγκαλιά και στα λόγια του άνδρα που σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενα, «μου έδωσε τον παράδεισο και αυτό έχει σημασία... ήμουν ένα παιδί και μέσα σε λίγες μέρες έγινα γυναίκα».
Ο Σγουρδέλης θα την συστήσει με την ποίηση, την ζωγραφική, τους σπουδαίους συγγραφείς της εποχής, ενώ θα προσπαθεί καθ όλη την διάρκεια της κοινής τους ζωής να την πείσει να αφήσει το σανίδι και να τον ακολουθήσει στο Παρίσι.
Η σχέση όμως θα τελειώσει το 1945 και η Λαμπέτη θα πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή επανεμφάνιση στο θέατρο, με την οποία σύντομα θα καθιερωθεί ως μια σπουδαία ηθοποιός, εξαιρετικής εσωτερικότητας.
Η Λαμπέτη συνεργάζεται το 1946 με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και συμμετέχει σε παραστάσεις που άφησαν εποχή στα αθηναϊκά θεατρικά δρώμενα, όπως οι ρόλοι της στον «Γυάλινο Κόσμο», στην «Αντιγόνη», στο πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα του «Ματωμένου Γάμου», στο «Φιόρο του Λεβάντε», στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» κ.α.
Εκείνη την εποχή πραγματοποιεί και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με το «Αδούλωτοι Σκλάβοι», με σκηνοθέτη τον Μάριο Πλωρίτη, τον άνδρα που τελικά θα παντρευτεί το 1950.
(Ντοκιμαντέρ: Έλλη Λαμπέτη από την σειρά Βιογραφίες Δημιουργών του Υπουργείου Πολιτισμού)
Το 1948 η Λαμπέτη εγκαταλείπει τον Κουν και συνεργάζεται με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας, καθώς και με αυτόν του Εθνικού Θεάτρου, συνεχίζοντας να ερμηνεύει ρόλους που εντυπωσιάζουν το θεατρόφιλο κοινό.
Το 1949 θα συνεργαστεί με τον μεγάλο «αντίπαλο» του Κουν, τον Κώστα Μουσούρη, με τον θίασο του οποίου οδηγείται σε ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες όπως ο «Κληρονόμος» και το «Πεγκ Καρδούλα μου».
Εκείνη την χρονιά, θα γνωρίσει τον δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής της, με τον ταλαντούχο, νέο τότε ηθοποιό, Αλέκο Αλεξανδράκη. Η σχέση είναι πολύ έντονη αλλά κρατά μόνο έξι μήνες, την περίοδο δηλαδή που συνεργάζονται και στο θέατρο. Λήγει άδοξα, με την Λαμπέτη να καταφεύγει στην αγκαλιά του Μάριου Πλωρίτη, με τον οποίο έχει συνεργαστεί στην πρώτη της ταινία και με τον οποίο τελεί τον πρώτο από τους δυο συνολικά γάμους της, το 1950.
Αλλά ούτε αυτός ο γάμος θα έχει αίσια κατάληξη. Τρία χρόνια αργότερα η Λαμπέτη και ο Πλωρίτης χωρίζουν, αν και παραμένουν για πάντα πιστοί φίλοι, με τον Πλωρίτη να στέκεται στην πρώην αγαπημένη του μέχρι τα τελευταία λεπτά της ζωής της.
Ο χωρισμός όμως αυτός ίσως και να ήταν αναπόφευκτος, καθώς η Λαμπέτη το 1952 γνωρίζει τον Δημήτρη Χορν, με τον οποίο και συγκροτεί τον θίασο «Λαμπέτη-Παππάς-Χορν» υπό την καθοδήγηση του Πλωρίτη. Κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας τους στο Κάιρο, η Λαμπέτη, η οποία έχει ήδη αποκαλύψει τον μυστικό έρωτα της για τον Χορν στον σύζυγο της, αποφασίζει ότι αυτός είναι ο άνδρας με τον οποίον θέλει τελικά να μοιραστεί την ζωή της.
Η «απελευθέρωση» της από τα δεσμά του γάμου τους φέρνει πιο κοντά και σύντομα οι δυο τους θα συνάψουν μια ταραχώδη, αλλά και τόσο βαθιά σχέση, σχεδόν καρμική, στην διάρκεια της οποίας θα μεγαλουργήσουν στην σκηνή του θεάτρου και στην οθόνη του κινηματογράφου.
Με τον άνθρωπο, τον οποίον η Λαμπέτη αντιπάθησε σφοδρά απο την πρώτη τους γνωριμία -όταν φιλοδοξούσε να εγγραφεί στην δραματική σχολή, η Λαμπέτη θα κάνει θαύματα. «Το νυφικό κρεβάτι», ο «Βροχοποιός», η «Κυρία με τις Καμέλιες», ο «Αριστοκρατικός Δρόμος» και «Το Παιχνίδι της Μοναξιάς» στο θέατρο, καθώς και «η Κάλπικη Λίρα», το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» και το «Κορίτσι με τα Μαύρα» στον κινηματογράφο.
Το ζευγάρι δεν θα παντρευτεί ποτέ αλλά θα συζήσει, αποκτώντας την προσωνυμία «το Θείο Ζεύγος» από τα έντυπα της εποχής, τα οποία και δημοσιεύουν καθημερινά φωτογραφίες τους και ιστορίες γύρω από την επαγγελματική και προσωπική τους ζωή.
Κατά τη διάρκεια της 6χρονης σχέσης τους, η Λαμπέτη θα χτυπηθεί από την μοίρα στο οικογενειακό πεδίο. Θα χάσει την μητέρα της, δυο από τις αδερφές της από καρκίνο και άλλη μια σε τροχαίο, καθώς και τον αγαπημένο της συνάδελφο και τρίτο πυλώνα του θιάσου, Γιώργο Παππά.
Τα γεγονότα αυτά έχουν κλονίσει τον έτσι και αλλιώς εύθραυστο ψυχισμό της ηθοποιού, η οποία χάνοντας τρεις γυναίκες, μέλη της οικογένειας της από καρκίνο αρχίζει και ανησυχεί. Η σχέση της με τον Χορν αντιμετωπίζει τα πρώτα πυκνά σύννεφα.
Η χαριστική βολή έρχεται με την έκτρωση στην οποία η Λαμπέτη αναγκάζεται να προβεί μετά από απαίτηση του Δημήτρη Χορν, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να αποκτήσει ένα παιδί, από τον άνδρα της ζωής της, κάτι που επιθυμεί διακαώς. Ο Χορν όμως είναι ξεκάθαρος ότι δεν θέλει παιδιά.
Ο χωρισμός τους το 1959 είναι πικρός και σκάει σαν βόμβα στα κοσμικά και θεατρικά στέκια της εποχής. Οι δυο τους δεν μιλούν καν ο ένας στον άλλον στα πρώτα χρόνια που ακολουθούν, ενώ δεν θα συνεργαστούν ποτέ ξανά, παρ όλες τις διαβεβαιώσεις τους, κάθε τόσο, ότι κάτι θα ετοιμάσουν από κοινού.
Η Λαμπέτη που έχει μάθει να αγαπάει δυνατά και να ζει στο πλευρό ενός άνδρα, παρ ότι στην επαγγελματική της διαδρομή μπορεί μια χαρά και λειτουργεί ανεξάρτητα, συνάπτει σχέση με τον Αμερικάνο συγγραφέα Φρεντερίκ Γούεικμαν, τον οποίον και έχει γνωρίσει λίγο καιρό πριν.
Ο Αμερικανός θα γίνει το 1960 ο δεύτερος σύζυγος της και η μακροβιότερη σχέση της ζωής της, καθώς ο μεταξύ τους γάμος θα κρατήσει 16 χρόνια, μια περίοδο κατά την οποία η Λαμπέτη θα λάμψει, πιο ώριμη από ποτέ, στην επαγγελματική της ζωή. Με τον δικό της θίασο πια θα ανεβάσει έργα-σταθμούς στα θεατρικά πράγματα της χώρας, όπως «Το Λεωφορείο ο Πόθος», το «Πεπσι», η «Γλυκιά Ίρμα» και ο «Βυσσινόκηπος».
Ο Γούεικμαν, ο άντρας που ίσως την αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον εραστή της, προσπαθούσε να την έχει πάντα ευτυχισμένη. Προσφέροντας της έναν μήνα του μέλιτος που θα ζήλευαν πολλοί ακόμη και σήμερα, με τους δυο τους να ταξιδεύουν από τις Μπαχάμες μέχρι την Χαβάη («είχαμε κάνει όλους τους ωκεανούς δικούς μας» είχε πει κάποτε η ίδια) και παράλληλα μια πλουσιοπάροχη ζωή πίσω στην Αθήνα, με ένα τεράστιο σπίτι και με πολυπληθές υπηρετικό προσωπικό, ο Αμερικανός πίστευε ότι η Λαμπέτη εντυπωσιαζόταν και εκτιμούσε αυτά τα πράγματα.
Όμως, η εσωτερικότητα της Λαμπέτη στην σκηνή είναι ένα στοιχείο τόσο υπαρξιακά συνδεδεμένο με την ηθοποιό, που σύντομα νιώθει ξανά την έλλειψη, την τόσο σημαντική, από την ζωή της. Την απουσία ενός παιδιού.
Μια προσπάθεια του ζευγαριού να αποκτήσει ένα παιδί, υιοθετώντας ένα μικρο κοριτσάκι, την Ελίζα, θα αποτελέσει μοιραίο πλήγμα στην ζωή της Έλλης, αλλά και στην σχέση της με τον Γούεικμαν.
Η υπόθεση που για χρόνια απασχολούσε τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη της χώρας είναι λίγο πολύ γνωστή. Η Λαμπέτη υιοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του '70 την μικρή Ελίζα, την οποία και διεκδίκησαν οι φυσικοί της γονείς, κερδίζοντας τελικά την επιμέλεια της μετά από 4 χρόνια δικαστικής διαμάχης, κατά την διάρκεια της οποίας η Λαμπέτη ζει με το θετό της παιδί και δένεται κάθε μέρα όλο και πιο πολύ μαζί του.
Η απομάκρυνση του παιδιού από την αγκαλιά της, μαζί με τον καρκίνο που έχει κάνει ήδη την εμφάνιση του το 1969, αναγκάζοντας την Λαμπέτη σε μαστεκτομή στην Νέα Υόρκη, οδηγούν την Λαμπέτη σε βαριά κατάθλιψη, με την ίδια να δηλώνει το 1975, «είναι οι φυσικοί του γονείς. Αφού το θέλουν, τι νόημα θα είχε να τους κυνηγήσω με τον Νόμο;» με τις εφημερίδες να τιτλοφορούν την είδηση: «η Λαμπέτη εγκαταλείπει την μάχη της για το παιδί».
Το 1976, λόγω και της φθοράς που έχει επέλθει από όλα τα χτυπήματα της μοίρας, η Λαμπέτη χωρίζει τον Γούεικμαν και επικεντρώνεται στην τέχνη της, αποφασίζοντας την συνεργασία της με τον Μάνο Κατράκη, με τον οποίο μαγεύουν το κοινό με τις ερμηνείες τους στην «Φθινοπωρινή Ιστορία».
(Αφιέρωμα στην τελευταία παράσταση του έργου «Δεσποινίς Μαργαρίτα»)
Θα ακολουθήσουν πολλές σπουδαίες δουλειές από την Λαμπέτη. «Δεσποινίς Μαργαρίτα», «Φιλουμένα Μαρτουράνο», «Μονόπρακτα» και τόσες ακόμη σημαντικές παραστάσεις.
Το 1980 ο καρκίνος εμφανίζεται και πάλι στην ζωή της, αυτή την φορά με πιο επιθετική μορφή. Κάνοντας συνέχεια μεταστάσεις, η νόσος αναγκάζει την Λαμπέτη να σταθμίσει ξανά την προσωπική της ζωή και την υγεία της, με την καλλιτεχνική της πορεία και την επαγγελματική της ζωή.
Το 1981 πραγματοποιεί την τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο, παίζοντας την κωφή Σάρα στο έργο «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού», μια ερμηνεία, που αν και προέρχεται από μια γυναικά που δίνει συγχρόνως μάχη με τον καρκίνο και έχει χάσει την φωνή της λόγω της χημειοθεραπείας, κάνει τον σπουδαίο Μάνο Χατζηδάκη να πει: «Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που έχει περάσει από το ελληνικό θέατρο – ίσως και από κάθε θέατρο».
Το χαρακτηριστικό και τόσο ελκυστικό ψεύδισμα της που την ξεχώρισε από κάθε άλλη πρωταγωνίστρια της εποχής, προσδίδοντας της μια ευαλωτη εικόνα, είχε πια σιγήσει.
Η Λαμπέτη θα σβήσει λίγο καιρό αργότερα, μετά από μια σκληρή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο, καταφεύγοντας για μια ακόμη φορά στην Νέα Υόρκη για θεραπεία το 1982, αφήνοντας την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Mount Sinai Hospital» στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 στις 7:30 το πρωί.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 31 Αυγούστου, η ίδια θα πει -όπως αποτυπώνει ο Φρέντυ Γερμανός στο βιβλίο του για εκείνη- «Αργώ πολύ να πεθάνω;», για να στραφεί αμέσως μετά προς το μέρος της μοναδικής αδερφής της που βρίσκεται εν ζωή, στην Αντιγόνη και να της ζητήσει, «ένα τριαντάφυλλο, μόνο ένα τριαντάφυλλο θέλω».
Η σορός της Λαμπέτη θα μεταφερθεί στην Ελλάδα στις 5 Σεπτεμβρίου και την επομένη, στις 6 του μήνα, θα κηδευτεί δημοσία δαπάνη, υπό την συνοδεία πλήθος κόσμου, στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Το ψεύδισμα θα έχει πια χαθεί για πάντα, αλλά όχι και τα μελαγχολικά, υγρά, γεμάτα αγάπη και πόνο μάτια της, τα οποία όπως λέγεται δωρίζονται προς μεταμόσχευση. Η τελευταία προσφορά της στον άνθρωπο, η τελευταία της συμβολή στην ποίηση ήθους.