Αρθρο γνώμης για το μέλλον της βρετανικής μοναρχίας φιλοξενεί η Daily Mail. Μάλλον δυσοίωνη για το θεσμό η άποψη...
«Γιατί φοβάμαι ότι η μοναρχία θα πεθάνει μαζί με την βασίλισσα» τιτλοφορείται το άρθρο το οποίο υπογράφει η Αννα Γουάιτλοκ, Βρετανή ιστορικός της βασιλείας.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
Tην επόμενη εβδομάδα η Βασίλισσα Ελισάβετ θα γιορτάσει τα 90α της γενέθλια. Οι σκέψεις μας αναπόφευκτα εστιάζονται στο τι θα γίνει το μέλλον.
Πιστεύω ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα η οποία είναι ότι όταν η βασίλισσα φθάσει στο φυσικό της τέλος, υπάρχει η πιθανότητα να ανοίξει μια συζήτηση για το ρόλο της βασιλικής οικογένειας στη σύγχρονη Βρετανία, ένας διάλογος του οποίου η έκβαση είναι αβέβαιη.
Η βασίλισσα έχει γίνει μέρος της ζωής μας για δεκαετίες, μια ήρεμη, καθησυχαστική παρουσία, ενώ την ίδια ώρα η πολιτική... ξεφτίζει.
Στην πραγματικότητα, κανένας Βρετανός κάτω των 64 ετών δεν έχει εμπειρία από άλλο μονάρχη. Και αυτό λόγω της μακροζωίας της βασίλισσας. Ακόμη και στη δική μας θορυβώδη, δημοκρατική εποχή, όπου η παράδοση αντιμετωπίζεται με καχυποψία και οι περισσότεροι πολιτικοί με περιφρόνηση, δεν υπάρχει ισχυρή αντίθεση στο να είναι εκείνη ο αρχηγός τους κράτους.
Ακόμη και με τον σοσιαλιστή Τζέρεμι Κόρμπιν επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, το ρεπουμπλικανικό κίνημα ποτέ δεν βρισκόταν σε χαμηλότερα επίπεδα.
Το 2012, αντιθέτως, σε σχετική έρευνα, η δημοτικότητα της βασίλισσας έφθανε το 80%, ένα ποσοστό που οι πρωθυπουργοί μόνο να ονειρεύονται μπορούν. Ωστόσο, θα ήταν λάθος για τη βασιλική οικογένεια να παραμένει ικανοποιημένη με τα δεδομένα εκείνης της έρευνας.
Η δημιουργία μιας πεποίθησης περί μακροπρόθεσμης ασφάλειας του θρόνου θα μπορούσε να αποδειχθεί κάτι άστοχο. Για να καταστεί δυνατό κάτι τέτοιο θα πρέπει να απαλειφθούν πολύ βαθύτερες αμφιβολίες για το ρόλο της μοναρχίας στον 21ο αιώνα.
Συνεπώς, ο θαυμασμός για την παρούσα κατάσταση (την Ελισάβετ ως βασίλισσα) δεν μεταφράζεται απαραιτήτως σε υποστήριξη του θεσμού γενικά.
Μέχρι στιγμής η συζήτηση για τη συνέχιση του θεσμού καταστέλλεται σε μεγάλο βαθμό λόγω του σεβασμού τόσο προς την αξιοσημείωτη αίσθηση καθήκοντος της Ελισάβετ, όσο και προς το γεγονός ότι βρίσκεται προς τη δύση της βασιλείας της.
Αλλά το ερώτημα θα... απαιτήσει απαντήσεις, όταν ο νέος μονάρχης θα ανέβει στο θρόνο. Το γεγονός αυτό είναι αναμφίβολο ότι θα αποτελέσει την αφορμή για ένα δημόσιο διάλογο γύρω από το θεσμό, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή και για σημαντικές αλλαγές στη διακυβέρνησή μας. Δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της μοναρχίας, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται υπό αμφισβήτηση τόσες άλλες πτυχές του συντάγματός μας.
Μπορεί η βασίλισσα να αντιπροσωπεύει την συνέχιση του θεσμού, αλλά τα παρόντα υψηλά επίπεδα υποστήριξης του θεσμού θα μπορούσαν γρήγορα να εξατμιστούν.
Σε αυτή τη συζήτηση υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ο πρώτος έχει να κάνει με την αυξανόμενη καχυποψία σχετικά με τη νομιμότητα μιας μη εκλεγμένης, ασύδοτης εξουσίας της οποίας τα προνόμια που προσφέρει αυτή η θέση βασίζονται μόνο και μόνο στην τύχη της γέννησης.
Επιπλέον, σε όλο τον κόσμο, καλλιεργείται μια βαθιά αντιπάθεια γύρω από κυβερνητικές ελίτ οι οποίες ενεργούν για τα δικά τους συμφέροντα, μια αντιπάθεια που αποδεικνύεται και από την οργή που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις από τα Panama Papers. Αυτό το συναίσθημα, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα έντονο μεταξύ των νέων, οι οποίοι έχουν ανατραφεί με την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και δεν αναγνωρίζουν την έννοια του κληρονομικού προνομίου.
Στη δουλειά μου, ως ακαδημαϊκός, συζητώ με πολλούς φοιτητές, οι περισσότεροι εκ των οποίων γεννήθηκαν μετά το θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα, και οι παραδόσεις της μοναρχίας δεν τους λένε και πολλά. Μάλιστα, η έννοια του κληρονομικού προνομίου είναι πιθανό να τους προκαλεί δυσαρέσκεια και όχι ευλάβεια.
Στο ίδιο πλαίσιο, ζούμε σε μια όλο και πιο κοσμική, πολυθρησκευτική κοινωνία όπου ο παραδοσιακός Αγγλικανικός Χριστιανισμός δεν είναι πλέον η κυρίαρχη εθνική θρησκεία.
Και αυτό αποδυναμώνει την έννοια της μοναρχίας, εν μέρει γιατί ο ρόλος του μονάρχη ως «Υπερασπιστή της Πίστης» τώρα έχει πλέον μικρή απήχηση και εν μέρει επειδή πλέον πολλοί λίγοι έχουν στενή σχέση με την εκκλησία.
Ενα βασικό στοιχείο της στέψης της βασίλισσας το 1953 ήταν ότι είχε λάβει το χρίσμα από τον Αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπερι, ένα τελετουργικό που ενίσχυε την αρχαία πεποίθηση ότι ο μονάρχης κυβερνούσε... ελέω θεού.
Η όλη τελετή στέψης της Ελισάβετ ήταν πλημμυρισμένη από... ευλάβεια. Στην επόμενη στέψη όμως, οποιοδήποτε τέτοιο τελετουργικό θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και εχθρότητα, λόγω έλλειψης κατανόησης.
Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μέρος του ισχυρού προφίλ της Ελισάβετ στηρίζεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν έχει ξεγυμνώσει την ψυχή της στο κοινό (σε αντίθεση με τον πρίγκιπα Κάρολο που το έχει κάνει). Και έτσι μοιάζει να περιβάλλεται από μυστήριο.
Ο μεγάλος συνταγματολόγος του 19ου αιώνα Γουόλτερ Μπάγκεχοτ, είχε γράψει αναφερόμενος στη μοναρχία, ότι για να επιβιώσει είναι σημαντικό «να μην αφήσουμε το φως της ημέρας να κλέψει τη μαγεία της». Η Βασίλισσα έξοχα
ακολούθησε αυτόν τον κανόνα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τις πολιτικές της απόψεις, δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη, ούτε ενεπλάκη σε οποιαδήποτε πολιτική διένεξη.
Αλλά μοιάζει αδύνατο ο οποιοσδήποτε διάδοχός της να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο. Η επιφυλακτικότητα της Ελισάβετ ανήκει σε μια περασμένη εποχή, πολύ πριν την 24ωρη κάλυψη της επικαιρότητας, των social media και των selfie φωτογραφιών.
Ηρθε στο θρόνο όταν ο Τσόρτσιλ ήταν πρωθυπουργός, η Βρετανία εξακολουθούσε να είναι αυτοκρατορία και λιγότερο από το 10% του πληθυσμού είχε τηλεόραση σπίτι της.
Η δημόσια αυτοσυγκράτηση από τους κυβερνήτες μας, τότε, απαιτούνταν. Αλλά τώρα ζούμε σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο, όπου η προσβλητικότητα είναι το παν και η αυτοπειθαρχία συχνά εκλαμβάνεται ως επιφυλακτικότητα.
Υπάρχει επίσης το ζήτημα της προσωπικότητας των κληρονόμων της. Η Ελισάβετ, με την ανιδιοτέλειά της και τη βαθιά αίσθηση του καθήκοντος που απέκτησε κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ιδανικά εξοπλισμένη για το ρόλο του ηγέτη. Το πρόβλημα με τον πρίγκιπα Κάρολο είναι ότι... κουβαλά πολλά, τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Από πολλές πλευρές είναι μια αξιοθαύμαστη φιγούρα, με ενδιαφέροντα όπως η αρχιτεκτονική και η οικολογία. Αλλά όλα αυτά τα ενδιαφέροντά του τον έχουν εμπλέξει σε αντιπαραθέσεις.
Επιπλέον, η ταραγμένη προσωπική του ζωή, η ιδιαίτερα δύσκολη σχέση του με την πριγκίπισσα Νταϊάνα έχουν επισκιάσει πολλές άλλες πτυχές της προσωπικότητάς του.
Τα σύννεφα γύρω από την προσωπικότητα του Καρόλου, ώθησαν πολλούς να ζητούν η διαδοχή να περάσει κατευθείαν στον πρίγκιπα Γουίλιαμ.
Ναι, ο Γουίλιαμ και η σύζυγός του είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, αλλά και μόνο το γεγονός ότι θα παρακαμφθεί ο Κάρολος θα χτυπήσει στην ουσία της κληρονομικής μοναρχίας. Επίσης, το ενδεχόμενο να ανέβει ο Γουίλιαμ στο θρόνο παρουσιάζει από μόνο του πολλά προβλήματα.
Στα μάτια πολλών μοναρχικών ο ίδιος και η σύζυγός του Κέιτ δεν έχουν ακόμη αποδείξει την αξία τους, ότι είναι έτοιμοι να αναλάβουν τη δουλειά. Πρόσφατα απορίες προκάλεσε η αποκάλυψη ότι ο Γουίλιαμ εργάζεται μόνο part time ως χειριστής ελικοπτέρου-ασθενοφόρου, ενώ το ζευγάρι έχει αναλάβει σχετικά λίγα δημόσια καθήκοντα.
Και τώρα βρίσκονται κάτω από τεράστια πίεση για να αποδείξουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν στους πολυάριθμους ρόλους που τους περιμένουν. Ολο αυτό δείχνει πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί ένα κληρονομικό σύστημα σε μια εποχή που ο θεσμός γίνεται ευρέως αντιπαθής.
Η βρετανική μοναρχία έχει περάσει πολλές κρίσεις στο παρελθόν, αλλά επέζησε, όπως με την παραίτηση του Εδουάρδου το 1936. Ομοίως η παραμέληση των καθηκόντων από την βασίλισσα Βικτόρια το 1870, μετά το θάνατο του αγαπημένου της πρίγκιπας Αλβέρτου, προκάλεσε δημόσια δυσαρέσκεια η οποία ξεπεράστηκε μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Αλλά σε μια εποχή που ο καθένας έχει τη δική του άποψη και τα social media τους προσφέρουν την ευκαιρία να την εξωτερικεύσουν, η μακροπρόθεσμη επιβίωση της μοναρχίας μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη.