Οι επιχειρήσεις υπηρεσιών πληροφορικής εμφανίζονται ανθεκτικές στην κρίση ενώ με το κατάλληλο επιχειρηματικό κλίμα θα μπορούσαν να αποκτήσουν ισχυρή υπεραξία δίνοντας χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Την εκτίμηση αυτή κάνει έρευνα της Εθνικής Τράπεζας για τις επιχειρήσεις στον κλάδο της πληροφορικής, βάσει της οποίας σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων, η υπεροχή τους η εντοπίζεται κυρίως σε όρους ανάπτυξης, εξωστρέφειας, καινοτομίας και ψηφιακής τεχνολογίας. Εμβαθύνοντας στη δομή του κλάδου των υπηρεσιών πληροφορικής, αναδεικνύεται η ύπαρξη δύο ευδιάκριτων πυλώνων στήριξης: η δυναμικότητα του οικοσυστήματος των τεχνολογικών startups και οι οργανωμένες σε clusters εταιρείες.
Επιβεβαιώνοντας τα αποτελέσματα μελετών για ευρωπαϊκά clusters, η παρούσα μελέτη δεικνύει ότι η οργάνωση σε clusters πληροφορικής ενισχύει τις πωλήσεις και τις αναπτυξιακές στρατηγικές των επιχειρήσεων (με τις ελληνικές ΜμΕ πληροφορικής που είναι μέλη cluster να έχουν μέση ετήσια αύξηση πωλήσεων 17% στο διάστημα 2008-15, έναντι 5% για τις λοιπές ΜμΕ του κλάδου).
Ωστόσο, τέτοιου είδους συστήματα φαίνεται να έχουν ακόμα χαμηλή διείσδυση στην Ελλάδα, καθώς το σχετικό cluster της Αθήνας συγκεντρώνει μόλις το 3% των επιχειρήσεων πληροφορικής που δραστηριοποιούνται στην πόλη (έναντι 30% σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις). Το αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο (προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας, τήρηση επιχειρηματικών συμβολαίων) σε συνδυασμό με την ασθενή διασύνδεση της ακαδημαϊκής κοινότητας με τον επιχειρηματικό τομέα φαίνεται να είναι οι βασικοί λόγοι της χαμηλής συμμετοχής των ελληνικών εταιρειών σε clusters.
Τα οικοσυστήματα τεχνολογικών startups αποτελούν διεθνώς κοιτίδες αλματώδους ανάπτυξης (με προεξέχοντα αυτά του Silicon Valley, του Τελ Αβίβ, του Λονδίνου και του Βερολίνου). Βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, οι ελληνικές startups εμφανίζουν υψηλότερη ανάπτυξη από τον λοιπό κλάδο, καθώς πέτυχαν υψηλότερο ρυθμό αύξησης πωλήσεων στο διάστημα 2008-2015 και υψηλότερη αύξηση απασχόλησης, με δυνατά σημεία σε όρους καινοτομίας, ανθρώπινου δυναμικού και αξιοποίησης της τεχνολογίας.
Το ελληνικό οικοσύστημα τεχνολογικών startups είναι ακόμα στο ξεκίνημα του (με συνολική αξία αποτίμησης κοντά στα €0,3δισ.), καλύπτοντας το 0,3% του ΑΕΠ της Αθήνας, έναντι περίπου 3-4% για τα μεσαίου μεγέθους οικοσυστήματα και άνω του 20% για τα μεγάλου μεγέθους (Λονδίνο και Βερολίνο). Βάσει οικονομετρικής ανάλυσης, τα θεσμικά ελλείμματα, σε συνδυασμό με τη χαμηλή διαθεσιμότητα ιδιωτικών χρηματοδοτικών κεφαλαίων και την ασθενή διασύνδεση του επιχειρηματικού τομέα με ακαδημαϊκούς φορείς, κρατούν χαμηλά τόσο τον αριθμό όσο και τη μέση αποτίμηση των ελληνικών startups.
Βασική διαπίστωση της ανάλυσης είναι ότι η συνεισφορά των τεχνολογικών startups και των clusters πληροφορικής είναι πολύ περιορισμένη κατά την τρέχουσα συγκυρία (της τάξης των €200 εκ. ετησίως σε όρους προστιθέμενης αξίας – σχεδόν το ¼ του τομέα πληροφορικής), ωστόσο χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή δυναμική η οποία εκτιμάται ότι σχεδόν θα πενταπλασιάσει τη συνεισφορά τους μέχρι το 2020 (προσεγγίζοντας τα €900 εκ. ετησίως σε όρους προστιθέμενης αξίας). Εξίσου σημαντικό είναι το συμπέρασμα ότι θεσμικά κυρίως ελλείμματα κρατούν τους δύο αυτούς πυρήνες ανάπτυξης σε χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι σε περίπτωση που το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον προσέγγιζε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι τεχνολογικές startups και τα clusters πληροφορικής θα μπορούσαν να προσφέρουν στο ελληνικό ΑΕΠ μέχρι και €5 δις ετησίως (και 80.000 νέες θέσεις εργασίας).
Προς αυτή την κατέυθυνση, κρίνεται σημαντικό να υιοθετηθούν θεσμικές παρεμβάσεις με προτεραιότητα:
- στη διαμόρφωση ολοκληρωμένου και συνεπούς νομικού πλαισίου για την επιχειρηματικότητα (π.χ. πτωχευτικός κώδικας, πλαίσιο λειτουργίας crowdfunding) και την εγκαθίδρυση ταχύτερων και αποτελεσματικότερων διαδικασιών υπεράσπισής του από το δικαστικό σύστημα,
- στη θεσμική ενίσχυση των διόδων επικοινωνίας της ακαδημαϊκής κοινότητας με τις επιχειρήσεις, και
- στη στοχευμένη αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων (π.χ. τύπου Jeremie).