Νέα παιδιά, που καταλήγουν «ήρωες» για τους ισλαμιστές μαχητές, έχοντας σκορπίσει το θάνατο ως βομβιστές αυτοκτονίας.
Πώς καταλήγουν όμως εκεί; Η ιστορία του Καλίντ Μεχμούντ, όπως τη διηγήθηκε στο BBC, αποτελεί ίσως μία εξήγηση για αυτό το φαινόμενο. Ξεκίνησε από τη Λαχόρη του Πακιστάν και έκανε όλες τις λάθος επιλογές, αποφασίζοντας να γίνει εθελοντής σε μία ομάδα Ισλαμιστών μαχητών. Ενα ταξίδι που συνήθως καταλήγει με την ενεργοποίηση εκρηκτικών και τον όλεθρο. Εκείνος δεν έφτασε τόσο μακριά. Και πάλι όμως, γιατί θεώρησε ότι η τζιχάντ ήταν η σωστή επιλογή για εκείνον;
Στο χωριό του Καλίντ υπήρχε σχολείο, αλλά εκείνος δεν κάθισε στα θρανία του. Αντί για αυτό, δούλευε δίπλα στον πατέρα του, ποτίζοντας χωράφια και θερίζοντας τους καρπούς. Οπως όλα τα παιδιά στον κόσμο, κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει από το πατρικό του. Ηταν μόλις 12 χρονών και πήγε στη Λαχόρη, όπου έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο.
Μία ημέρα, όταν είχε φτάσει 15 ετών, αποφάσισε να πάει να δει μία ταινία. Δεν είχε πάει ποτέ ως τότε σε κινηματογράφο. Ομως, του «έκλεισε» το δρόμο μία διαδήλωση. Ηταν λίγους μήνες μετά από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Φώναζαν αντιαμερικανικά συνθήματα. Υπήρχαν ανακοινώσεις που έλεγαν «Χρειαζόμαστε ανθρώπους να πάνε στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν τους Αμερικανούς».
Ο Καλίντ προσφέρθηκε αμέσως. «Σκέφτηκα ότι θα έχω την ευκαιρία να δω μία άλλη χώρα», λέει. Χωρίς καθυστερήσεις, τον πήγαν στο Κανταχάρ, ένα προπύργιο των Ταλιμπάν στο νότιο Αφγανιστάν. Εκεί συνειδητοποίησε πόσο λίγα ήξερε για τη θρησκεία.
«Ποτέ δεν είχα προσευχηθεί στο Πακιστάν. Δεν ήξερα τις σωστές λέξεις», εξομολογείται στον δημοσιογράφο του BBC. Ενας Αφγανός κληρικός του δίδαξε πώς να προσεύχεται. Δεν του έδωσαν οδηγίες για βίαιη τζιχάντ. Η ζωή εκεί ήταν όμως δύσκολη. «Ηταν όλοι Παστούν και δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του. Ημουν σε άλλο κόσμο. Σφαίρες έπεφταν γύρω μου. Ηθελα να γυρίσω στο σπίτι μου». Ομως, δεν ήξερε καν που βρίσκεται, οπότε είχε ελάχιστες ελπίδες να γυρίσει στο Πακιστάν μόνος του.
Μετά από 15 ημέρες, τον μετέφεραν στο βόρειο Αφγανιστάν, όπου οι Ταλιμπάν μάχονταν και φρόντιζε τους τραυματίες. Σύντομα όμως οι Ταλιμπάν υποχώρησαν και δόθηκε εντολή στον Καλίντ και κάποιους άλλους Πακιστανούς να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ξεκίνησαν με λεωφορεία, όμως τους σταμάτησαν σε ένα σημείο ελέγχου και αναγκάστηκαν να συνεχίσουν περπατώντας.
Επειτα από πεζοπορία ωρών, τους μάζεψε ένας από τους πλέον διαβόητους πολέμαρχους του Αφγανιστάν. Είπαν στους Πακιστανούς να μπουν σε ένα κοντέινερ, για να τους γυρίσουν στη χώρα τους. Οσοι αρνούνταν, εκτελούνταν επί τόπου. Οι άνδρες άρχισαν να πανικοβάλλονται και να αντιδρούν. Ο Καλίντ λιποθύμησε. Και μάλλον χάρη σε αυτό σώθηκε.
Αργότερα έμαθε ότι όσο εκείνος ήταν αναίσθητος, οι άνδρες του πολέμαρχου περικύκλωσαν το κοντέινερ πυροβολώντας. Ο Καλίντ ήταν ένας από τους περίπου 15 που βγήκαν ζωντανοί. Τους νεκρούς τους έριξαν στην έρημο, τους έλουσαν με πετρέλαιο και τους έκαψαν.
Τον μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στην κοντινή πόλη Μαζάρ-ε-Σαρίφ. Ομως εκεί δεν υπήρχε φαγητό και μετά βίας τους έδιναν νερό. Οι φυλακισμένοι φώναζαν «Σκοτώστε μας ή αφήστε μας ελεύθερους». Τελικά έφυγαν από εκεί, αλλά για μία φυλακή στην Καμπούλ.
Εξι μήνες αργότερα, ο Πακιστανός πρέσβης παρενέβη και 40-50 από τους κρατούμενους εστάλησαν στην πατρίδα τους. Ο Καλίντ όμως δεν ήταν ακόμη ελεύθερος. Για περίπου ένα χρόνο μεταφερόταν από τη μία στην άλλη φυλακή του Πακιστάν, προτού τελικά αποφυλακιστεί.
Επιτέλους, μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι του. «Ενιωσα ότι ήμουν στον παράδεισο. Οι γονείς μου με πάντρεψαν και βρήκα μία νέα δουλειά. Είμαι ευτυχισμένος τώρα», λέει.
Τι σκέφτεται όμως για τα όσα έζησε; «Ημουν άπειρος. Οταν άρχισα να δουλεύω στο εργοστάσιο ήμουν 12 χρονών. Ξεκίνησα απλά για να δω μία άλλη χώρα. Εμοιαζε υπέροχο. Αλλά ήταν η απόλυτη καταστροφή», καταλήγει ο Καλίντ, που ξεκίνησε για να δει την πρώτη ταινία της ζωής του και κατέληξε να γίνει τζιχαντιστής.