Γεννημένη στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης, η Πλαθ έδειξε από νεαρή ηλικία την κλίση της, όταν εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 8 ετών.
Ο πατέρας της, Όττο, καθηγητής κολεγίου και σημαίνουσα αυθεντία σε ό,τι αφορά τις μέλισσες, πέθανε περίπου την ίδια εποχή, στις 5 Οκτωβρίου 1940. Η Πλαθ συνέχισε την προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων και σύντομων ιστοριών σε Αμερικανικά περιοδικά, και πέτυχε κάποια μικρή αναγνώριση.
Υπέφερε από σοβαρή διπολική διαταραχή κατά τη διάρκεια της ενηλίκου ζωής της. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της στο Κολέγιο Σμιθ, η Πλαθ έκανε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Αργότερα απεικόνισε την κατάρρευσή της στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Γυάλινος Κώδων (The Bell Jar). Κλείστηκε σε ένα ψυχικό ίδρυμα (Νοσοκομείο ΜακΛίν), και άρχισε να φαίνεται πως πέτυχε μια ευπρόσδεκτη ανάνηψη, αποφοιτώντας από το Σμιθ με διακρίσεις το 1955.
Κέρδισε μια υποτροφία Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου συνέχισε να γράφει ποίηση, περιστασιακά εκδίδοντας τη δουλειά της στην φοιτητική εφημερίδα Varsity. Στο Κέμπριτζ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956. Η Πλαθ και ο Χιούζ πέρασαν την περίοδο από τον Ιούλιο του 1957 μέχρι τον Οκτώβριο του 1959 ζώντας και δουλεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όταν ο Χιούζ την άφησε για άλλη γυναίκα το 1962, η Σύλβια Πλαθ έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Επέστρεψε στο Λονδίνο με τα παιδιά της και ξεκίνησε τις διαδικασίες χωρισμού. Ο χειμώνας 1962/1963 ήταν πολύ σκληρός. Παλεύοντας με την ψυχική ασθένεια της, έγραψε το The Bell Jar (1963), το μοναδικό μυθιστόρημα της, το οποίο βασίστηκε στη ζωή της και έχει θέμα την ψυχική κατάρρευση μιας νεαρής γυναίκας. Η Πλαθ δημοσίευσε το μυθιστόρημα με το ψευδώνυμο Victoria Lucas. Έγραψε επίσης, τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή Ariel (1965), που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο, αφού έκλεισε πρώτα όλες τις χαραμάδες της κουζίνας με ταινία. Προτού πεθάνει, είχε ετοιμάσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της και το είχε αφήσει δίπλα στα κρεβατάκια τους. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.
Αποφθέγματα
- Βρέχει. Έχω την παρόρμηση να γράψω ένα ποίημα. Αλλά θυμάμαι κάτι σε ένα απορριπτικό σημείωμα: μετά από μια καταρρακτώδη βροχή, ποιήματα με τίτλο "βροχή" καταφτάνουν από κάθε γωνιά της χώρας.
- Μιλάω στο Θεό αλλά ο ουρανός είναι άδειος.
- Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά.
- Φίλησέ με και θα δεις πόσο σημαντική είμαι.
- Ίσως, όταν βρεθούμε στο σημείο να θέλουμε τα πάντα, να συμβαίνει επειδή βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να μη θέλουμε τίποτα.
- Στο μόνο πράγμα που ήμουν καλή ήταν να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία. Και αυτή η εποχή πλησίαζε στο τέλος της.
- Κλείνω τα μάτια μου κι όλος ο κόσμος πέφτει νεκρός. Ανοίγω τα βλέφαρά μου, και ξαναγεννιέται. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και άκουσα την παλιά καυχησιά της καρδιάς μου: είμαι, είμαι, είμαι.
- Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνω εξαιρετικά καλά.