Αντιμέτωπη με μία αλυσίδα πολύ σοβαρών προβλημάτων, για αόριστο χρόνο, θα βρεθεί η χώρα μας, μετά από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για την προσφυγική κρίση, εκτιμά ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σε άρθρο του στην προσωπική του ιστοσελίδα, αναλύει το τι σημαίνει πραγματικά αυτή η συμφωνία, όπως και τα ανθρωπιστικά, θεσμικά και ασφάλειας τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Βενιζέλου:
«Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα η συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης Μαρτίου 2016 για τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές είναι κάτι. Κάτι όμως που δεν επιτρέπει ψευδαισθήσεις.
Στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς επικράτησε η αντίληψη που εκφράζουν η Αυστρία και οι χώρες του Βίζενγκραντ. Η αρχική γερμανική πολιτική της υποδοχής Σύρων και Ιρακινών προσφύγων δοκίμασε άλλωστε τις αντοχές της και προσέκρουσε τελικά στις αντιδράσεις ισχυρού τμήματος της γερμανικής κοινωνίας.
Η Γερμανία και μαζί της όλη η Ε.Ε. λέει, πολύ απλά: όσους ήταν να πάρουμε τους πήραμε. Απομένουν λίγες ακόμη θέσεις που θα καλυφθούν οργανωμένα στο πλαίσιο της ευρώ - τουρκικής συμφωνίας, αλλά ο υπάρχων μεγάλος όγκος Σύρων προσφύγων πρέπει να παραμείνει στην Τουρκία, το Λίβανο και την Ιορδανία που χαρακτηρίζονται εκ των πραγμάτων «ασφαλείς χώρες». Αυτός ο χαρακτηρισμός πρέπει για την Τουρκία να γίνει και νομοθετικά. Κατά την ίδια λογική κλείνει η ευρωπαϊκή πόρτα για πρόσφυγες από άλλες χώρες, όπως το Ιράκ, και κατά μείζονα λόγο για παράτυπους μετανάστες που κινούνται μέσω Τουρκίας. Και αυτοί όμως μπορούν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να υποβάλλουν αίτηση παροχής ασύλου που πρέπει να κριθεί με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά του αιτούντος. Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας της 18.3.2016 επικαλούνται το ισχύον διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας των προσφύγων και πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με αυτό, όμως η πολιτική και άρα πρακτική στόχευση είναι σαφής. Εξ ου και η ουσιαστικά ανήσυχη δήλωση της Ύπατης Αρμοστείας των ΗΕ για τους πρόσφυγες.
Το σχήμα που διαμόρφωσε στις 18.3.2016 η Ε.Ε. με τη συμφωνία της Τουρκίας είναι πρακτικά το εξής:
1) Ο λεγόμενος βαλκανικός διάδρομος κλείνει οριστικά. Κλείνουν συνεπώς τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.
2) Όσοι βρίσκονται μέχρι 20.3.2016 στην ελληνική επικράτεια παραμένουν σε αυτή. Χωρίς προς το παρόν να είναι σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ αιτούντων άσυλο και παράτυπων μεταναστών. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι περίπου 50.000 άνθρωποι τίθενται υπό καθεστώς οργανωμένης διαβίωσης που είναι εκ των πραγμάτων και θα καταστεί και τυπικά καθεστώς διοικητικής κράτησης. Εκτός και αν κάποιοι προτιμούν τις άθλιες συνθήκες της Ειδομένης ή άλλων νομικά «ανύπαρκτων» αυτοσχέδιων καταυλισμών από τους οποίους το ελληνικό κράτος απουσιάζει και άρα οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν πρακτικά ούτε καν να ζητήσουν την υπαγωγή τους σε καθεστώς ασύλου (ή επικουρικής προστασίας και γενικότερα σε καθεστώς διεθνούς προστασίας).
3) Από την 20η Μαρτίου και μετά το ισοζύγιο Ελλάδας - Τουρκίας λειτουργεί με τρόπο στεγανό για τις υπόλοιπες χώρες - μέλη της ΕΕ. Υπάρχει από τη μια ο ευρωπαϊκός χώρος που αρχίζει στην ΠΓΔΜ και από την άλλη ο ουσιαστικά ενιαίος χώρος Ελλάδας - Τουρκίας. Όσοι, προερχόμενοι μετά την 20η Μαρτίου από την Τουρκία, υπαχθούν σε καθεστώς ασύλου ( διεθνούς προστασίας ) στην Ελλάδα, παραμένουν σε αυτήν, εκτός και αν προκύψει δυνατότητα μετεγκατάστασης σε άλλο κράτος - μέλος της ΕΕ. Στη μετεγκατάσταση όμως προβλέπεται ότι θα προηγούνται Σύροι πρόσφυγες προερχόμενοι απευθείας από την Τουρκία και όχι μέσω Ελλάδος. Οι υπόλοιποι επανέρχονται στην Τουρκία είτε είναι οικονομικοί μετανάστες είτε Σύροι πρόσφυγες που είναι πλέον κατάλληλοι μόνο για Τουρκία / Λίβανο / Ιορδανία γιατί προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στην ΕΕ με καθυστέρηση, με δική τους πρωτοβουλία και έτσι κατέστησαν «ενοχλητικοί» για την Ευρώπη, οπότε «τιμωρούνται» από αυτή με αποκλεισμό από την ευρωπαϊκή προοπτική.
4) Για όσους επανεισέρχονται στην Τουρκία από την Ελλάδα και είναι Σύροι, μετεγκαθίσταται στην Ε.Ε. ίσος αριθμός επιλεγμένων Σύρων (προσφύγων προφανώς ) μέχρι το όριο των 72.000. Τώρα όμως οι διαθέσιμες θέσεις είναι μόλις 18.000 και αυτές μπορεί να αυξηθούν μόνο μέσα από την καλή πρόθεση και τη διαθεσιμότητα των κρατών - μελών. Ας θυμηθούμε ότι το σύνολο των Σύρων προσφύγων υπερβαίνει τα 4 εκατομμύρια σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΗΕ.
5) Η διεθνώς προβλεπόμενη κατηγοριοποίηση σε «πρόσφυγες» και «μετανάστες» μετατρέπεται στη συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας σε κατηγοριοποίηση μεταξύ αφενός μεν (παρατύπων οικονομικών) «μεταναστών» αφετέρου δε «Σύρων» που προφανώς έχουν τα χαρακτηριστικά του πρόσφυγα αλλά δεν χαρακτηρίζονται πλέον έτσι ρητά στη συμφωνία της 18.3.2016.
6) Τα νότια - θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία ως εξωτερικά σύνορα της ΕΕ επιτηρούνται από την αρμάδα του ΝΑΤΟ και τους υπάρχοντες μη στρατιωτικούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς ( FRONTEX , Ελληνικό ΛΣ κοκ ). Στην Τουρκία οδηγούνται όσοι διασώζονται ως ναυαγοί στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Τα ζητήματα επιχειρησιακού σχεδιασμού στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ δεν απασχόλησαν βεβαίως ούτε τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ούτε τη συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας.
7) Η συνθήκη Σένγκεν λειτουργεί αλλά οι εσωτερικοί συνοριακοί έλεγχοι που έχουν επιβληθεί εξακολουθούν να ισχύουν.
8) Το «Δουβλίνο» ουσιαστικά επανέρχεται με πρώτη χώρα υποδοχής την Ελλάδα που έχει υποχρέωση εξέτασης των αιτήσεων ασύλου ή την Τουρκία (!) που πρακτικά λειτουργεί ως προς το ζήτημα αυτό ως χώρα - μέλος της Ε.Ε. και θεωρείται ασφαλής χώρα υποδοχής και φιλοξενίας προσφύγων με εξαίρεση την μετεγκατάσταση περιορισμένου αριθμού Σύρων που είδαμε παραπάνω ( σημείο 3 ). Παρόλα αυτά, με βάση το διεθνές δίκαιο, μπορεί στην Ελλάδα να υποβληθεί και πρέπει να εξεταστεί πχ αίτηση ασύλου Τούρκου πολίτη κουρδικής καταγωγής που επικαλείται ζητήματα ασφάλειας στην Τουρκία. Εφόσον όμως η ΕΕ και μαζί με αυτή η Ελλάδα χαρακτηρίζουν πλέον νομικά ως ασφαλή χώρα την Τουρκία, μια παρόμοια αίτηση δεν έχει εξ ορισμού τύχη. Εκτός και αν υπάρξουν δικαστικές αντιρρήσεις.
Στα παραπάνω σημεία (1-8) προστίθενται οι προβλέψεις για την διοικητική και οικονομική υποστήριξη της χώρας μας και οι προβλέψεις για την οικονομική ενίσχυση της Τουρκίας, την απελευθέρωση των θεωρήσεων διαβατηρίων για τους Τούρκους πολίτες και την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς να αρθούν οι λεγόμενες κυπρογενείς υποχρεώσεις της. Κάτι που ήταν ούτως ή άλλως αδιανόητο να συμβεί στο μέσο των διακοινοτικών συνομιλιών.
Η καταγραφή του πραγματικού περιεχομένου της συμφωνίας της 18ης Μαρτίου αναδεικνύει:Πρώτον, την τεράστια αξιακή και θεσμική υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο προσφυγικό χωρίς αντιστάθμισμα σοβαρών πολιτικών πρωτοβουλιών για την επίλυση του συριακού ζητήματος που είναι δυστυχώς πλέον πολύ μεγάλο και περίπλοκο για τα ευρωπαϊκά μέτρα. Βεβαίως οι πολιτικές αποφάσεις και συμφωνίες της ΕΕ δεν προδικάζουν τη στάση ούτε του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ούτε του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κουβαλούν το βάρος της σχετικής πλούσιας νομολογίας τους.
Δεύτερον, μια αλυσίδα πολύ σοβαρών προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει για αόριστο χρονικό διάστημα η χώρα μας. Προβλήματα ανθρωπιστικά και λειτουργικά σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης όλων αυτών των ανθρώπων. Προβλήματα θεσμικά σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό και την ελευθερία ή τους περιορισμούς κίνησης αυτών των ανθρώπων - μεταξύ των οποίων παιδιά, έγκυες γυναίκες, ανάπηροι και υπέργηροι αλλά και κάποιοι που ενδέχεται να εφάπτονται με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα - εντός της ελληνικής επικράτειας. Προβλήματα αναγόμενα στην εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια και την προστασία της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των διεθνών αρμοδιοτήτων της χώρας.
Στο μεταξύ η διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου παρατείνεται χωρίς η κατάσταση αυτή να προοιωνίζεται κάτι θετικό για την πραγματική οικονομία. Η προσδοκία ως προς το χρέος - που φαίνεται να είναι ο,τι έχει απομείνει από την αντιμνημονιακή ψευδαίσθηση - περιορίζεται, όπως κατ´ επανάληψη προειδοποίησα, στην επιβεβαίωση και εφαρμογή της συμφωνίας του 2012. Το κυριότερο όμως είναι πως το κράτος δικαίου δοκιμάζεται σκληρά καθώς, όπως φαίνεται πια καθαρά, το μόνο που ενδιαφέρει τους σημερινούς κυβερνώντες είναι η νομή της εξουσίας χωρίς διακρίσεις και όρια».