Μετά τον ομολογουμένως ατυχή (τουλάχιστον) ρόλο που έπαιξε στην ελληνική υπόθεση, ο πρώην υπουργός οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, μοιράζεται πια την «τεχνογνωσία» του και με την πολιτική ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Με άρθρο του, δημοσιεύεται σήμερα στο γνωστό «Newsweek», ο Βαρουφάκης ξεκαθαρίζει ποια είναι η σχέση του με το κόμμα των «Εργατικών» της Βρετανίας, ποιες είναι οι μελλοντικές του επιδιώξεις, ενώ καταλήγοντας δίνει και κάποιες συμβουλές στον Τσάρο της βρετανικής οικονομίας Τζορτζ Όσμπορν και τον Πρωθυπουργό, Ντέιβιντ Κάμερον.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο.
«Μεγάλος ντόρος δημιουργήθηκε πρόσφατα από την δήλωση του ηγέτη της Αντιπολίτευσης, Τζέρεμι Κόρμπιν, ότι βοηθώ την ομάδα των συνεργατών του «κατά κάποιον τρόπο». Αμέσως ο Τζορτζ Όσμπορν άρπαξε την ευκαιρία να πλήξει τους Εργατικούς, υποτιμώντας το πρόσωπο μου με εμφανή την ικανοποίηση του για την ήττα μου έναντι μιας δεσποτικής ΕΕ. Ακόμη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, μη θέλοντας να μείνει εκτός, πρόσθεσε το δικό του μικρό πείραγμα.
Δημιουργείται έτσι η αίσθηση ότι οι οικονομίες των χωρών μας παραπαίουν και οι κυβερνήσεις μας εμφανίζονται ανίδεες όταν τα μηδενικά επιτόκια που έχουν αποφασιστεί περιορίζουν τις επενδύσεις και την ίδια ώρα οι κορυφαίοι πολιτικοί καταφεύγουν σε προσωπικές ύβρεις, αντί για απάντησης στα εύλογα ερωτήματα που τους θέτουμε σχετικά με την μείωση των φορολογικών εσόδων ή των χρηματοδοτικών πόρων για την στέγαση.
Πριν ερευνήσω αυτό που έχει πραγματικά σημασία τώρα, μια διόρθωση είναι απαραίτητη: Ποτέ δεν μου ζητήθηκε (ούτε θα δεχόμουν εφόσον μου είχε ζητηθεί) να γίνω σύμβουλος του Τζέρεμι Κόρμπιν ή της ομάδα του. Ως πλήρους απασχόλησης πολιτικός και ιδρυτής του DiEM25 (Κίνημα για την Δημοκρατία στην Ευρώπη), δεν είναι δουλειά μου να συμβουλεύω άλλους πολιτικούς. Η εμπλοκή μου όμως (συνεργασία μου) με άλλα κόμματα και οργανώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι ένα άλλο θέμα. Είναι αυτός ο «κάποιος τρόπος» που ασχολούμαι στη Βρετανία με τον Τζέρεμι Κόρμπιν και τον σκιώδη υπουργό οικονομικών του, Τζον ΜακΝτόνελ, αλλά και με άλλους πολιτικούς από άλλα πολιτικά κόμματα, όπως η Κάρολαιν Λούκας των Πρασίνων ή με τον καλό μου φίλο, τον Νόρμαν Λαμόντ (Συντηρητικοί).
Αλλά αρκετά με τις ασήμαντες λεπτομέρειες. Αυτό που έχει στα αλήθεια σημασία σήμερα είναι ότι η οικονομία μας και την πολιτική μας τάξη βρίσκονται σε σύγχυση. Σε όλη την Ευρώπη.
Οι αγορές λειτουργούν όταν συνθέτουν διάσπαρτες πληροφορίες, που κανείς άλλος παράγοντας δεν κατέχει πλήρως, σε «μηνύματα» που βοηθούν τον συντονισμό των παραγωγικών μας προσπαθειών. Ομοίως, λειτουργεί καλά και η πολιτική στις δημοκρατίες, όταν φέρνει σε επαφή ανθρώπους που ατομικά δεν κατέχουν τις απαντήσεις στα προβλήματα μας, αλλά που μπορούν συλλογικά να παράξουν αξιοπρεπείς πολιτικές απαντήσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ευρώπη δεν τα καταφέρνουμε και στα δύο πεδία. Παράγουμε το χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων σε σχέση με την αποταμίευση μας (παρά τα χαμηλά επιτόκια-ρεκόρ) και το χειρότερο ρεκόρ πολιτικού (μη) συντονισμού στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τόσο στην Ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και στη Βρετανία, οι δύο αυτές θεαματικές αποτυχίες οδηγούν σε σπασμωδικές αντιδράσεις, αδιέξοδες πολιτικές και γενικευμένη απαισιοδοξία που ενισχύουν την οικονομική δυσπραγία.
Στην οικονομική σφαίρα, η αυτοκαταστροφική λιτότητα είναι το σύμπτωμα ενός φαύλου κύκλου. Χαμηλές επενδύσεις οδηγούν σε χαμηλή οικονομική δραστηριότητα, η οποία πιέζει με την σειρά της τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης, και ενισχύει έτσι την σπασμωδική της αντίδραση να εισάγει νέες περικοπές στον προϋπολογισμό της, ο οποίος καθίσταται μη βιώσιμος όχι από το μέγεθος των δημόσιων δαπανών, αλλά από τον περιορισμό, των συνεχώς μειούμενων, επενδύσεων. Η λιτότητα, κατά αυτή την ανάγνωση, είναι ένα σύμπτωμα των λιγοστών επενδύσεων, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις πολιτικές λιτότητας ή με τα αρνητικά επιτόκια. Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε ολόκληρη την Ευρώπη, στην Ευρωζώνη, αλλά και στην Βρετανία.
Μια παρόμοια «μοιραία τρύπα»» παρατηρείται και στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης: η οικονομική δυσπραγία υπονομεύει την ικανότητά μας να συμμετάσχουν σε μια ποιοτική συζήτηση για τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της συστημικής οικονομικής κρίσης. Ελλείψει μιας τέτοιας συζήτησης, οι λαοί και οι πολιτικοί μας να ξεπέφτουν σε ένα βούρκο ποταπών αντιπαραθέσεων, ύβρεων, εθνικιστικών εξάρσεων και ξενοφοβίας που, με τη σειρά τους, ενισχύουν τις αδιέξοδες πολιτικές υπεύθυνες για την οικονομική δυσπραγία.
Ακόμη χειρότερα, οι δύο αυτοί φαύλοι κύκλοι της Ευρώπης, οικονομικός και πολιτικός, τρέφονται ο ένας από τον άλλον, σπρώχνοντας το «πλοίο» της Ευρώπης, κατευθείαν στο μάτι του κυκλώνα. Ήρθε η ώρα οι πολιτικοί να βρουν λίγο χρόνο και να προβληματιστούν σχετικά με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο για την αντιμετώπιση των αιτιών της συλλογικής μας αποτυχίας – και όχι των συμπτωμάτων της, όπως γίνεται σήμερα.
Το Εργατικό Κόμμα έχει μια ενστικτώδη παρόρμηση να προστατεύσει εκείνους που άφησαν πίσω τους τα χρόνια της άνισης ανάπτυξης, με καύσιμο το ιδιωτικό χρέος και από τις πολιτικές λιτότητας που ήρθαν ως επακόλουθά της. Αυτό είναι και καλό και σωστό. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να σπαταλούν τις ενέργειες τους οι Εργατικοί σε «ξεσπάσματα» εναντίον της λιτότητας που ακολουθείται. Αν έχω δίκιο ότι η λιτότητα είναι ένα σύμπτωμα των περιορισμένων επενδύσεων (και μιας κυβέρνησης πρόθυμη να ωθήσει την αναπόφευκτη επιβάρυνση στους ασθενέστερους πολίτες), οι Εργατικοί θα πρέπει να επικεντρωθούν στην παραγωγή πολιτικών που θα στρέψουν τις αποταμιεύσεις που αδρανούν σε χρηματοδότηση επενδύσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες που παράγουν πράσινη, βιώσιμη ανάπτυξη και θέσεις εργασίας υψηλού επιπέδου.
Ένα τέτοιο οικονομικό πρόγραμμα θα απαιτήσει τη δημιουργία μιας δημόσιας επενδυτικής τράπεζας που θα εκδίδει τα δικά της ομόλογα (που υποστηρίζεται από μια στρατηγική ποσοτικής χαλάρωσης έναντι αυτών των ομολόγων από μια -μη πληθωριστική- Τράπεζα της Αγγλίας), αλλά και μια νέα συμμαχία από φωτισμένους βιομηχάνους και μέρη του «City» που ενδιαφέρονται να επωφεληθούν από τη βιώσιμη ανάκαμψη. Οι Εργατικοί, πιστεύω, θα ξεπεράσουν την εσωτερική φαγωμάρα και την πολεμική που δέχεται ο αρχηγός τους από τα μέσα ενημέρωσης, μόνο αν καταφέρουν να «δραπετεύσουν» και να υποστηρίξουν μια βρετανική οικονομική Αναγέννηση που θα βασίζεται στην πράσινη ανάπτυξη.
Το γεγονός ότι αυτό είναι και ότι χρειάζεται ολόκληρη η Ευρωζώνη, προσφέρει στους Εργατικούς μια χρυσή ευκαιρία για να συνδέσει την εκστρατεία τους για το δημοψήφισμα του με μια ελκυστική πρόταση για την εγχώρια οικονομική ατζέντα της Βρετανίας. Το να προτείνουν ένα οικονομικό πρόγραμμα που αφορά, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και την Ευρωζώνη, θα ήταν μια καλή αρχή.
Αφού συνόψισα τις «συμβουλές» μου προς το Εργατικό Κόμμα, θα καταλήξω αυτό το άρθρο με ένα μήνυμα μου προς τον Υπουργό Οικονομικών, Τζορτζ Όσμπορν (και προς τον πρωθυπουργό του):
(ο βρετανός «Τσάρος» της οικονομίας, Τζόρτζ Όσμπορν)
Αγαπητέ Γιώργο,
Ο Μάικλ Γκόουβ, ο Μάικλ Χάουαρντ και ο Μπόρις Τζόνσον χρησιμοποιούν το εύλογο επιχείρημα, εναντίον σας και υπέρ του «Brexit», που βασίζεται εν πολλοίς στην περιστολή της δημοκρατικής κυριαρχίας του Κοινοβουλίου σας από την ΕΕ. Παρ όλο που η δημοκρατία μας πράγματι συνετρίβη το περασμένο καλοκαίρι από την ΕΕ, τυχαίνει να διαφωνώ μαζί τους.
Ωστόσο, αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον είναι ότι δεν φαίνεται να συνειδητοποιήσουμε ότι η σκωπτική αντιμετώπιση μου από εσάς, στο ίδιο αυτό Κοινοβούλιο, ενισχύει τα ήδη ισχυρά επιχειρήματα τους για Brexit. Η αποτυχία μου ως υπουργός Οικονομικών οφειλόταν στην απόλυτη κυριαρχία μιας αυταρχικής ΕΕ που επέβαλε την συνέχιση από την Ελλάδα ενός αποτυχημένου οικονομικού προγράμματος. Το Πρόγραμμα Πολιτικής που το υπουργείου μου παρουσίασε για την Ελλάδα και το οποίο παραγκώνισαν οι Βρυξέλλες, είχε δημιουργηθεί μαζί με εισηγήσεις από σπουδαίους οικονομικούς εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων του Λόρδου Λαμόντ και του Αμερικανού οικονομολόγου, Τζεφ Σαακς. Πιστεύω ότι, αν τα είχατε σκεφθεί αυτά, θα είχατε αποφύγει αυτό το φθηνό «χτύπημα». Είναι κάτι που η εκστρατεία υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, δεν έχει την πολυτέλεια να δεχθεί.»