Με ανακοίνωσή της η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων τάσσεται υπέρ της προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου στην αντιπαράθεσή της με τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη, ενώ 3 μέλη του ΔΣ εξέφρασαν την άποψη ότι η ΕΔΕ «δε νομιμοποιείται νομικά και ηθικά να εκδώσει ανακοίνωση» για το θέμα αυτό.
Ειδικότερα, η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΔΕ, αναφέρει μεταξύ των άλλων, ότι «η άσκηση κριτικής και μάλιστα και η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας όσο και τα διεθνή και Ευρωπαϊκά κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές όσο και αυτές που «ενοχλούν», διότι μ' αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία».
Στην άσκηση κριτικής, όμως, αναφέρει η πλειοψηφία της ΕΔΕ, «τίθενται όρια, που το ίδιο το Σύνταγμα και οι νόμοι προβλέπουν, καθώς και τα διεθνή κείμενα και μεταξύ των ορίων αυτών είναι η προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης του ατόμου».
Αντίθετα οι Εφέτες, μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, Νίκος Σαλάτας και Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, σε ανακοίνωσή τους σημειώνουν ότι «Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δε νομιμοποιείται νομικά και ηθικά να εκδώσει ανακοίνωση επί ιδιωτικής υποθέσεως, για την οποία έχουν ήδη επιληφθεί οι δικαστικές αρχές».
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της πλειοψηφίας της ΕΔΕ έχει ως εξής:
Με αφορμή τα δημοσιεύματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και τις ανακοινώσεις προσώπων και φορέων αναφορικά με την κατατεθείσα εκ μέρους της προέδρου του Αρείου Πάγου έγκληση σε βάρος συνταγματολόγου για ανάρτηση στο ιστολόγιό του, σχετική με επιστολή που η πρώτη απέστειλε στους ομολόγους της των Ευρωπαϊκών χωρών προς ενημέρωση της επικρατούσας στη χώρα μας κατάστασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, μετά από απόφαση, που ελήφθη, κατά πλειοψηφία, επισημαίνει τα ακόλουθα:
Με επιστολή της, που απεστάλη τον μήνα Ιούλιο του έτους 2015 προς τους προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε μία περίοδο, που ολόκληρη η Ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε πρωτόγνωρες καταστάσεις, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, με μοναδικό σκοπό τη διαφύλαξη του εθνικού συμφέροντος και την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών, που, επί εξαετία, δοκιμάζονται και οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, δεν ευθύνονται για την επιβολή των μνημονιακών μέτρων στη χώρα μας, ζήτησε από τους ομολόγους της, εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, να ενσκύψουν επί του Ελληνικού προβλήματος και να συνδράμουν στην επίλυσή του. Υπενθυμίζουμε ότι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του έτους 2012 μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2015, που διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είχε επανειλημμένα προβεί σε ανάλογες ενέργειες ενώπιον θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (επιστολές κατά τα έτη 2012, 2013, 2014 σε Μπαρόζο, Γιούνγκερ, Ρέντιγκ κ.ά.).
Η ελευθερία της έκφρασης, είτε δια του γραπτού είτε δια του προφορικού λόγου, η οποία συνιστά αναγκαίο θεμέλιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας και βασική προϋπόθεση για την πρόοδό της καθώς και για την ανάπτυξη του ατόμου, αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και για το δικαστικό λειτουργό, υπό τους περιορισμούς της μη οποιασδήποτε μορφής εκδήλωσης υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος και της μη προσβολής του κύρους της Δικαιοσύνης.
Ο θεσμικός ρόλος του προέδρου του Αρείου Πάγου επιβάλλει την έκφραση δημόσιας γνώμης, εκ μέρους του, προς διαφύλαξη του Συντάγματος και των νόμων, κείμενα στα οποία, και μόνο, υπόκειται κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Περαιτέρω, η άσκηση κριτικής και μάλιστα και η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας όσο και τα διεθνή και Ευρωπαϊκά κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές όσο και αυτές που «ενοχλούν», διότι μ' αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία.
Στην άσκηση κριτικής, όμως, τίθενται όρια, που το ίδιο το Σύνταγμα και οι νόμοι προβλέπουν, καθώς και τα διεθνή κείμενα και μεταξύ των ορίων αυτών είναι η προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης του ατόμου.
Επί της ανωτέρω επιστολής της προέδρου του Αρείου Πάγου, ακολούθησε, με σχετική ανάρτηση στο προσωπικό του ιστολόγιο, δημοσίευμα του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κ. Τσακυράκη, στο οποίο, μεταξύ άλλων:
α) γίνεται υπόδειξη σε θεσμικό όργανο (πρόεδρο Αρείου Πάγου), που μάλιστα, λόγω της διαδικασίας επιλογής του, αντλεί τη νομιμοποίησή του από τον ίδιο το Ελληνικό λαό να «παραιτηθεί»,
β) διαλαμβάνεται η παρότρυνση στους ακέραιους δικαστές (δηλαδή ο εν λόγω συνταγματολόγος εννοεί ότι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν είναι ακέραιη δικαστής; ) να αντιδράσουν και
γ) χρησιμοποιούνται για το πρόσωπο της προέδρου του Αρείου Πάγου οι χαρακτηρισμοί «… είναι τόσο αφελής», «πολιτικάντης», οι αναφορές ότι «οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους», ότι «η επιστολή της κ. Θάνου καταβαραθρώνει τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς, εκθέτει τη χώρα και μας ευτελίζει πολιτισμικά» και ότι «μετά από αυτή την επιστολή δεν μπορεί να ανέβει (η πρόεδρος του Αρείου Πάγου δηλαδή) στην έδρα».
Τα Ελληνικά δικαστήρια, πλέον, θα κρίνουν, κυριαρχικά, κατά πόσο οι ανωτέρω εκφράσεις υπερβαίνουν ή όχι τα ακραία όρια της κριτικής.
Οφείλουμε, ωστόσο, σε συνέχεια της επιστολής της προέδρου του Αρείου Πάγου, να διαβεβαιώσουμε τους πολίτες ότι οι Έλληνες δικαστές δώσαμε όρκο να είμαστε θεματοφύλακες των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και συνεπώς θα εξακολουθήσουμε να προασπιζόμαστε τα δικαιώματα αυτά και η Δικαιοσύνη να αποτελεί το ανάχωμα της αδικίας και πραγματικό καταφύγιο όλων των πολιτών, σε πείσμα αυτών που μας θέλουν «φιμωμένους».