Όταν η Γερμανία ξεκίνησε την επίθεση της στην Ολλανδία στις 10 Μαΐου, το 1940, η διεθνής κοινότητα δεν ανησύχησε μόνο για τη ζωή του ολλανδικού λαού, αλλά και για τα τεράστια αποθέματα βιομηχανικών διαμαντιών που φυλάσσονταν στο Άμστερνταμ.
Τα διαμάντια που χρησιμοποιούνταν λόγω και την υψηλής ανθεκτικότητας τους για διάφορους σκοπούς βιομηχανικής παραγωγής, έδιναν την δυνατότητα στη χώρα που ήλεγχε τα αποθέματα τους, να δημιουργήσει περισσότερα όπλα, οχήματα και εξελιγμένη τεχνολογία, όπως τα ραντάρ.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δύο έμποροι διαμαντιών απο την Αγγλία, ο Γιάν Σμιτ και Γουόλτερ Κίζερ, αποφάσισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη βρετανική κυβέρνηση. Ο πατέρας του Σμιτ είχε τα εμπορικά του ενδιαφέροντα στο Άμστερνταμ και ήταν φίλος με τους περισσότερους εμπόρους διαμαντιών της εποχής. Ο Σμιτ ήταν βέβαιος ότι, αν του επιτρεπόταν ένα ασφαλές πέρασμα από και προς το Άμστερνταμ, θα μπορούσε να διασώσει πολλά διαμάντια πριν πέσουν στα χέρια των Ναζί που θα μπορούσαν να τα αξιοποιήσουν στην πολεμική τους μηχανή.
Η έγκριση για αυτήν την αποστολή έφτασε μέχρι τον νέο τότε Πρωθυπουργό, Γουίνστον Τσόρτσιλ. Ο Τσόρτσιλ διέταξε αξιωματικούς του στρατού να συνοδεύσουν τους δύο άνδρες και τους επέτρεψε τη χρήση ενός παλιού αντιτορπιλικού του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, του «HMS Walpole», για να τους μεταφέρει στην πόλη. Το «Walpole» έπρεπε να διασχίσει μια απόσταση περίπου ενός μιλίου μεταξύ γερμανικών και βρετανικών ναρκοπεδίων υπό το σκοτάδι της νύχτας για να καταφέρει να ολοκληρώσει το πέρασμα του από το στενό της Μάγχης.
Κατά τη διάρκεια της διέλευσης, το «Walpole» σχεδόν συγκρούσθηκε με ένα άλλο βρετανικό πλοίο μέσα από το σκοτάδι. Αργότερα θα γίνει γνωστό, χρόνια μετά, ότι το πλοίο αυτό μετέφερε την βασιλική οικογένεια της Ολλανδίας προς μια ασφαλή τοποθεσία.
Οι Κίζερ και Σμιτ έφτασαν στο λιμάνι του Άμστερνταμ λίγο πριν το ξημέρωμα και πέρασαν την μέρα τους, συνεργαζόμενοι με τον πατέρα του Σμιτ για να πείσει τους εμπόρους να παραδώσουν τα διαμάντια στους δυο άνδρες. Από την στιγμή που έφτασαν στις αποβάθρες του λιμανιού μέχρι και τις περιηγήσεις τους στην πόλη, οι δυο άνδρες συνοδευόντουσαν από μια Εβραία γυναίκα, την Άννα, η οποία και θα τους προστάτευε από πιθανούς Γερμανούς κατασκόπους.
Καθ 'όλη την διάρκεια της ημέρας, η ολλανδική αστυνομία και ο στρατός προσπαθούσαν να «ξετρυπώσουν» ομαδες Γερμανών αλεξιπτωτιστών που είχαν εισέλθει στην πόλη και έσπερναν τον όλεθρο.
Σε όλη τη χώρα, οι γερμανικές δυνάμεις καταλάμβαναν γρήγορα νέες θέσεις και ακύρωναν την όποια αντίσταση. Πυροβολισμοί διέκοπταν συχνά πυκνά τις συναντήσεις τους.
Πολλοί από τους εμπόρους διαμαντιών ήταν εβραϊκής καταγωγής και θα μπορούσαν πολύ εύκολα να εξαγοράσουν την έξοδο τους από τη χώρα εκμεταλλευόμενοι τα αποθέματα των διαμαντιών που κατείχαν και, ενδεχομένως, να ειχαν γλιτώσει έτσι και από το Ολοκαύτωμα. Αντ 'αυτού, προτίμησαν την ευκαιρία που τους δινόταν να αποτρέψουν την εξέλιξη να πέσουν τα διαμάντια στα χέρια των Γερμανών. Οι περισσότεροι από τους εμπόρους αρνήθηκαν ακόμη και να εισπράξουν κάτι, λόγω του φόβου τους ότι οι Γερμανοί θα μάθαιναν πόσα διαμάντια κατάφεραν να γλιτώσουν από το Τρίτο Ράιχ.
Ενώ οι έμποροι παρέδωσαν μεγάλες ποσότητες διαμαντιών στους Άγγλους, πολλά από όσα κατείχαν βρίσκονταν σε χρηματοκιβώτια που δεν μπορούσαν να ανοίξουν για μια-δυο μέρες ακόμα, εξαιτίας μιας τραπεζικής αργίας.
Ευτυχώς, ένας άλλος Βρετανός πράκτορας, ο Αντισυνταγματάρχη Μονταγκού Ρ. Τσάιντσον, βρήκε τον τρόπο να εισέλθει στο τεράστιο θησαυροφυλάκιο της χρηματαγοράς του Άμστερνταμ διασώζοντας ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες, ακόμη και ενώ Γερμανοί αλεξιπτωτιστές προσπαθούσαν να εισβάλλουν στο κτίριο. Κατάφερε να βγει από το κτίριο με τα διαμάντια, καθώς οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έμπαιναν μέσα από τις σκάλες της εισόδου.
Στο τέλος της ημέρας, αν ο Τσάιντσον κατάφερε να γλιτώσει μόνο με τις δικές του δυνάμεις, ο Σμιτ και ο Κίζερ, υποστηριζόμενοι από την Άννα και τους στρατιώτες που τους συνόδευαν, έφτασαν στις αποβάθρες του λιμανιού στην κατάλληλη ώρα για να επιβιβαστούν στο «HMS Walpole». Ο Σμιτ μάλιστα κουβαλώντας μια μεγάλη τσάντα γεμάτη άπω πολύτιμους λίθους, ανάγκασε έναν οδηγό ρυμουλκού, υπό την απειλή όπλου, να τους μεταφέρει στο βρετανικό αντιτορπιλικό.
Τα διαμάντια που σώθηκαν από τον Τσάιντσον κατέληξαν στα χέρια της Βασίλισσας της Ολλανδίας, Βιλχεμίνα, ενώ τα διαμάντια που διέσωσαν οι δυο Βρετανοί έμποροι έφτασαν και φυλάχθηκαν στο Λονδίνο για όλη την διάρκεια του πολέμου.
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο «wearethemighty.com» και βασίζεται σε μαρτυρίες που περιέχονται στο βιβλίο του David E. Walker, «Adventure in Diamonds», του 1955)