Παραδέχομαι ότι σε παράτησα λίγο φέτος Βαρδαρολόγιό μου, αλλά δε φταίω εγώ. Είναι μια περίεργη εποχή, και ο κάθε ένας την βιώνει διαφορετικά. Στον έναν μπαίνει στην ψυχή του, στον άλλο στα δάχτυλά του σαν ύπουλη υγρασία που του μπλοκάρει τις αρθρώσεις και δεν μπορεί να πληκτρολογήσει, στον παρ' άλλο, δηλαδή σε μένα και στην ψυχή και τα δάχτυλα, και μου μπλοκάρει όλο το σύστημα. Είναι και αυτή η συνωμοτική μουντάδα στον ορίζοντα του Βαρδάρη που αποσυντονίζει την εστία των ματιών σου, τι να σου πω, δεν ξέρω.
Έφτασα στο φεστιβάλ την Παρασκευή, τη μέρα της έναρξης του με την προβολή των "Απογόνων" του Αλεξάντερ Πέιν στους οποίους πρωταγωνιστεί ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Δεν πρόλαβα να τους δω γιατί έπρεπε να παρουσιάσω μια ταινία στη δημοτική βιβλιοθήκη της Άνω Πόλης, έτρεξα όμως στις αποθήκες να δω φίλους αγαπημένους και γνωστούς και αντιπαθητικούς (οι τελευταίοι μου λειτουργούν σαν bottox γιατί μου τσιτάρουν τη μούρη) για να μπω σε φεστιβαλικό mood.
Είναι δύσκολο φέτος να μπεις σε αυτό το mood πραγματικά. Και όχι εξ' αιτίας του φεστιβάλ. Τα παιδιά που το δουλεύουν, με τα λεφτά που φέτος δόθηκαν και τις αντίξοες συνθήκες κάνουν ότι μπορούν. Και οι θεατές το ίδιο. Αυτοί που φέτος έχω την εντύπωση ότι δεν έκαναν ότι μπορούν είναι οι δημοσιογράφοι και οι συντεχνίες. Σαν να το αγνόησαν, σαν να το προσπέρασαν καλομαθημένοι στα λούσα του παρελθόντος. Και εκεί αναρωτιέμαι, τι είναι αυτό που στην τελική προσδοκάς ρε φίλε από τη δουλειά που κάνεις και που υποτίθεται ότι αγαπάς; Μια ωραία ταινία στην αίθουσα ή τη σουίτα του Ηλέκτρα Palace? Αν θες τη σουίτα, να σου φέρω και μια πουτάνα να έχεις και να ευχαριστηθείς αλλά για το φεστιβάλ δεν ήρθες. Και δε δικαιούσαι να γκρινιάζεις. Ναι, υπάρχει κατήφεια, λείπουν οι χλίδες και τα πάρτι και οι στολισμοί αλλά τελικά μήπως έτσι έπρεπε να γίνει; Όχι μόνο στο φεστιβάλ αλλά και στην Ελλάδα ολόκληρη. Καλύτερα ξεστόλιστος και τίμιος παρά με φραμπαλά, τα πόδια ανοιχτά και χρεωμένος. Είναι μια καινούργια αλήθεια αυτή που δε είναι εύκολο να τη συνηθίσεις αλλά θα έπρεπε.
Από ταινίες δεν πρόλαβα να δω και πολλά πράγματα, όμως στις "άρρωστες" έτρεξα, όπως ήταν αναμενόμενο. Δηλαδή το εξαιρετικό "Snowtown" με τον Αυστραλό serial killer που βασίζεται σε πραγματική ιστορία και έχει και ελληνικό ενδιαφέρον αφού ένας εκ των συνεργατών του φονιά ακούσει στο όνομα Τζέιμι Βλασσάκης. Και το προκλητικό "Michael" που αναφέρεται στην καθημερινότητά ενός παιδεραστή ο οποίος στο υπόγειό του σπιτιού του κρατάει αιχμάλωτο και βιάζει ένα 10χρονο. Παγώσατε; Δεν είστε οι μόνοι. Ειδικά με τον σκηνοθετικό χειρισμό του έργου που απλώς παρακολουθεί την καθημερινότητα αυτών των δύο με κλινική απόσταση. Κι όμως το βρήκα εξαιρετικό. Και θα σου πω γιατί. Αφ' ενός δε με σοκάρει καμία ιστορία παιδεραστή, σατανιστή, δολοφόνου ή οτιδήποτε άλλου από τη στιγμή που ζω σε ένα κόσμο ο οποίος πέρασε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζικές εκτελέσεις, ιατρικά πειράματα τύπου Φρανκεντστάιν, και θεάματα αρένας με παρθένες να τις κομματιάζουν τα λιοντάρια. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση τελεία και παύλα. Η φρίκη του παιδέρα δεν είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από όλα τα παραπάνω. Αφ' ετέρου, θαυμάζω τα αρχίδια του σκηνοθέτη να μου παρουσιάσει χωρίς παράτες και βιολέτες την καθημερινότητα ενός ακραία διαταραγμένου ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται φυσιολογικός. Και να μου αναδείξει τα στοιχεία κατάμαυρης κωμωδίας του παραλόγου που αυτή η καθημερινότητα έχει μέσα της. Όταν λέμε κατάμαυρη, μιλάμε για κατράμι, αλλά αυτή είναι και η τραγική κωμωδία της ανθρώπινης φύσης ούτως ή άλλως.
Κατά τα άλλα, οι μέρες μου περνάνε περίεργα, γράφω διάφορα άσχετα πράγματα, απαντάω σε τηλεφωνήματα από τράπεζες, συχνάζω στο μαγικό δισκάδικο του Κοσμά, το Stereodisc, και όταν παθαίνω κρίσεις πανικού ο Κοσμάς και ο Πάνος μου παίζουν λυπητερά τραγούδια, όπως το αγαπημένου μου το "I dreamed last night you were driving circles around me", μετά εγώ βάζω τα κλάμματα, μερ αγκαλιάζουν και φεύγω ξαλαφρωμένος. Πηγαίνω που και που για φαγητό, και έφαγα πόρτα κι από ένα λεσβιάδικο, το Da Da γιατί με περάσανε για straight. Μετά βγήκε η ιδιοκτήτρια που κατάλαβε ότι δεν είμαι και τόσο straight και με έβαλε μέσα και εγώ για να της αποδείξω ότι όντως δεν ήμουν straight, κάπνιζα με το χέρι τσαγιέρα- σπαστό για να μη με δείρουν οι λεσβίες που ναι μεν είναι γυναικάρες όμορφες, άμα όμως σε πλακώσουν την πάτησες.
Από ξύλο τώρα που το ανέφερα, έπεσαν κάτι σφαλιάρες από τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Γιάνναρη στον Αλέξανδρο Κακκαβά για συντεχνιακούς λόγους, και μετά ο Κακκαβάς κυκλοφορούσε με κολάρο στο λαιμό (σαν την Κορομηλά όταν είχε τρακάρει και την πήρε ο Ρόκος από το νοσοκομείο) και έστειλε και επιστολή στον διευθυντή του φεστιβάλ να κάνει ντα τον Γιάνναρη. Τα έγραψε όλα αυτά και η Espresso, δίπλα στα νέα της πίστας και της λουλουδούς και έτσι αισθανθήκαμε και εμείς του σινεμά ότι είμαστε κομμάτι της σόου μπίζνας. Άσχετο αλλά μην ξεχάσω να σου πω Βαρδαρολόγιο μου ότι ανακάλυψα κι ένα φοβερό σουβλατζίδικο στην Βαλαωρίτου με σουρτζούκι από βουβαλίσιο κιμά της Κερκίνης, σε πίτα αλάδωτη συνοδεία γιαουρτιού. Δεν φαντάζεσαι. Τέσσερα έφαγα σε ένα βράδυ, τα δύο για το βουβάλι και τα άλλα δύο γιατί είναι κούκλος ο πιτοτυλιχτής και ήθελα να του κάμω νάζια. Λογικό γιατί πέρα από το σουβλατζίδικο, δεν μπορείς να κάνεις νάζια πουθενά αλλού. 12,30 το βράδυ και όλα σχεδόν τα μπαράκια (εκτός από τα σκυλάδικα) είναι κλειστά. Καμία κίνηση στην πόλη, καμία χαρά εκτός Σαββάτου και για να περάσουν οι ώρες εφευρίσκω διάφορα κουλά, τύπου τρώω κάθε τρισίμισι ώρες γιατί μου είπαν ότι έτσι μεταβολίζομαι συνέχεια και πίνω λίτρα πράσινου τσαγιού με κατεχίνες και όλη τη μέρα είμαι στην τουαλέτα από το κατούρημα (γιατί βάλε κι άλλο ένα λίτρο βότκα) με ένα λαπ τοπ στο χέρι.
Τις οποίες βότκες, προτιμώ να τις πίνω στο λόμπι του ξενοδοχείου Καψής που μένω εφ' όσον εκεί υπάρχει συνεχή ζωντάνια και κίνηση και installation art μαζί: ντουζίνες αλλοδαπων με παντόφλες και σαγιονάρες εκ των οποίων οι μισοί και παραπάνω είναι μπανταρισμένοι και με πατερίτσες. Τους είδα μία, τους είδα δύο, σκέφτηκα τι συνέδριο είναι αυτό που τους φέρνουν όλους ανάπηρους; Μετά σκέφτηκα μήπως είναι κάποιο art project της Μπιενάλε και πιο μετά σταμάτησα να σκέφτομαι και ρώτησα τη ρεσεψιόν. Πρόκεται λέει για Λιβανέζους αντάρτες που τους πήρανε τα σκάγια και τους φέρανε στο Διαβαλκανικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης κι από κει μόλις τους κουράρουνε τους φιλοξενούν μια δυο μέρες σε ξενοδοχεία και τους επιστρέφουν σένιους πίσω. Γεγονός Βαρδαρολόγιο μου που σε συνδυασμό με τις βότκες οφείλω να ομολογήσω ότι μου δημιουργεί πληθώρα φαντασιώσεων, σαν να είμαι η Βουγιουκλάκη νοσοκόμα σε ταινία του Φώσκολου και περιθάλπει 'ψημένους' από τη μάχη φαντάρους στα χαρακωμάτα, αλλά δεν έχω φέρει μαζί μου τα κατάλληλα ρούχα και έτσι η φαντασίωση μένει μετέωρη χωρίς ολοκλήρωση.
Αυτά πάνω κάτω μέχρι τα μισά του φεστιβάλ φέτος, που τα γιορτάσαμε (τα μισά) με ένα πάρτι στο Πάστα Φλώρα Ντάρλινγκ. Γενικά η έννοια πάρτι δεν πολυπαίζει φέτος σαν κατάσταση κι όταν παίζει είναι σε κατάσταση βερμούτ και to know us better, παρ' όλα αυτά οι αίθουσες σε πείσμα των καιρών γεμίζουν από νεαρόκοσμο με τσαλακωμένα προγράμματα στο ένα χέρι που σημειώνει τι θα επιλέξει να δει κι ένα κινητό στο άλλο, στο οποίο καταυθάνουν μηνύματα για το αν άλλαξε η κυβέρνηση και ποιος είναι ο πρωθυπουργός. Με αποτέλεσμα οι συζητήσεις να μπλέκονται, μεταξύ πολιτικής, κρίσης, καμακιού και του αν είδες την ταινία του τάδε πακιστανού, σε ένα περίεργο και ταραντινικό στη λογική των διαλόγων του παιχνίδι. Σαν σινεμά μέσα κι έξω από το σινεμά και πάνω απ' όλα σαν αντίδοτο και φούσκα προστασίας, που για δέκα μέρες, όσο δηλαδή λειτουργεί το φεστιβάλ, αν μη τι άλλο μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός προστατευμένου, εύπλαστου και δημιουργικού μικρόκοσμου, μακριά από πρωτοσέλιδα, ειδήσεις και τηλεοπτικές στριγγλιές. Δεν το λες και λίγο αυτό.