«Ο χωρικός μύριζε όσο έκανε τον ιερέα, ολόκληρη η αριστοκρατία μύριζε, ακόμα και ίδιος ο βασιλιάς σαν λιοντάρι και η βασίλισσα σαν κατσίκα», γράφει ο Πάτρικ Ζίσκιντ στο μυθιστόρημά του «Αρωμα».
Το βιβλίο μας μεταφέρει στο Παρίσι του 17ου αιώνα, όπου ο φόβος για το νερό ήταν υπαρκτός, επειδή ήταν δημοφιλής η πεποίθηση πως μέσω αυτού μεταφέρονται ασθένειες. Η ανάγκη, λοιπόν, για την κάλυψη της δυσάρεστης οσμής ήταν μεγάλη, οπότε η χρήση αρώματος «άνθισε» εκείνη την εποχή.
Ελαια, μπαχαρικά, λουλούδια και όχι μόνο συνδυάζονταν μεταξύ τους με μαεστρία και προσέφεραν στον καθένα ο,τι επιθυμούσε.
Η χρήση αρωμάτων συνεχίστηκε και τον 19ο αιώνα με το άρωμα να φοριέται και τους αρωματοποιούς να ξεκινούν επιχειρήσεις, κατοχυρώνοντας το όνομά τους.
Η γαλλική Γκρας υπήρξε σταθμός στην αρωματοποιία, χάρη στα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα γαρύφαλλα, τη λεβάντα και τις βιολέτες, που καλλιεργούνταν εκεί. Στην πόλη αυτή, αναπτύχθηκε και η τεχνική εξαγωγής «καθαρού» αρώματος, έπειτα από την απόσταξη με υδρατμό ή οινόπνευμα.
Μπορεί τα αρώματα να μύριζαν υπέροχα, να ξυπνούσαν μνήμες, όνειρα και σκέψεις, ωστόσο, οι πρώτες ύλες τους δεν ήταν οι προφανείς. Ο μόσχος ζήβεθου, για παράδειγμα, παράγεται από έναν αδένα στη βάση της ουράς της αφρικανικής γάτας και σε μικρές ποσότητες προσθέτει βάθος και ζεστασιά σε ένα άρωμα. Το ίδιο και το αμπέρι, που εκκρίνεται από το έντερο της φάλαινας. Συνήθως αναφέρεται ως «νότες κεχριμπαριού» και αποτελεί ένα από τα πιο ακριβά συστατικά. Αυτές οι δύο πρώτες ύλες, όπως και το καστόριο, που προέρχεται από τα γεννητικά όργανα του κάστορα, χρησιμοποιούνται στην σύγχρονη αρωματοποιία σε συνθετική μορφή, και κυρίως στα γαλλικά αρώματα, για να προσδώσουν κάτι ζωώδες.
Πολλοί ισχυρίζονται, πως τα αρώματα με τις έντονες μυρωδιές είναι αγένεια και πως το ζωώδες, που θέλουν να χαρίσουν οι δημιουργοί είναι σκόπιμα σεξουαλικά αγενές.
Το άρωμα Shalimar του Jacques Guerlain, που δημιουργήθηκε το 1925, προκάλεσε σκάνδαλο, όταν δήλωσε πως ήθελε να μυρίζει σαν τις ερωμένες του, εξ' ου και οι ξυλώδεις νότες και η καπνιστή τάση.
Εξι χρόνια νωρίτερα είχε βγει στην αγορά το κλασικό Chanel No 5, τριαντάφυλλο και γιασεμί αναμιγνύονται με αλδεΰδες και δημιουργούν χειμωνιάτικη καθαρότητα και αισθησιασμό. Mίνιμαλ και κομψό, η art deco συσκευασία, λέγεται πως εμπνεύστηκε από ένα προϊόν καλλωπισμού του αδικοχαμένου αγαπημένου της, Arthur «Boy» Capel. Η θρυλική σχεδιάστρια ήταν το πρόσωπο της παρθενικής καμπάνιας του αρώματος, το 1937 για το αμερικανικό Harper’s Bazaar.
Το 1977, ο Yves Saint Laurent χάρισε στον κόσμο το διάσημο Opium: σκόπιμα προκλητικό, όπως ήταν και το Pour Home, το πρώτο ανδρικό άρωμα του σχεδιαστή, ο οποίος πόζαρε γυμνός για να το διαφημίσει. Το Opium είναι δελεαστικά ανατολίτικο, αμετανόητα τολμηρό και αναπόσπαστο μέρος της δεκαετίας του 1980.
Από τότε στην αγορά έχουν βγει εκατοντάδες αρώματα, τραβώντας το ενδιαφέρον με ένα μόνο πέρασμα από τη μύτη. Κάποια είναι κλασικά και άλλα αρωματικά ελιξίρια. Το σημαντικό, όμως, είναι πως όλα δίνουν ταυτότητα και συνδυάζονται με το άτομο που τη φοράει.