Ως σχολικός σύμβουλος στο Μάλμε, ο Πόογια Σαράφι έχει ακούσει πολλές ιστορίες πόνου και δράματος. Το ένα τέταρτο των μαθητών εκεί είναι «νέες αφίξεις», δηλαδή έχουν φτάσει στη Σουηδία τα τελευταία 4 χρόνια.
Ομως, τον προηγούμενο μήνα άκουσε κάτι για πρώτη φορά. Ενας πιτσιρικάς του ζήτησε τη διεύθυνση του βασιλιά. Ο Αχμέντ, ένα 12χρονο προσφυγόπουλο από τη Συρία, έφτασε στη Σουηδία πριν από τέσσερις μήνες, με τους γονείς και τον μικρό του αδερφό. Οταν ο σχολικός σύμβουλος απόρησε σε τι θα του χρησίμευσε η διεύθυνση του βασιλιά, ο Αχμέντ του απάντησε απλά: «Θέλω να του πω την ιστορία μου».
Ο πιτσιρικάς λοιπόν κάθισε και έγραψε ένα συγκινητικό γράμμα στον βασιλιά Κάρολο Γουσταύο, στο οποίο περιγράφει τη ζωή του στο Χαλέπι, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, πώς σκότωσαν μπροστά στα μάτια του τον δάσκαλό του, αλλά και το δύσκολο ταξίδι της προσφυγιάς που πήρε με την οικογένειά του.
Ο Αχμέντ όμως δεν αρκείται στη διήγηση. Θέλει να συναντήσει από κοντά τον βασιλιά. Και τον διαβεβαιώνει στο γράμμα του ότι θα φορά τα ολοκαίνουρια ρούχα που κουβάλησε μαζί του από τη Συρία για αυτό το λόγο.
Ο Αχμέντ και ο σχολικός σύμβουλος
Ο σύμβουλος παραδέχεται ότι δάκρυσε όταν διάβασε την επιστολή και αποφάσισε να βοηθήσει τον μικρό μαθητή του. Δεν έστειλαν απλά το γράμμα, αλλά άνοιξαν και μία σελίδα στο Facebook, για να κάνουν καμπάνια στα social media ελπίζοντας ότι έτσι ο Αχμέντ θα έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει τον σκοπό του.
«Ηταν δύσκολο να το γράψω», είπε ο 12χρονος μιλώντας στην Washington Post. «Ηταν δύσκολο γιατί έγραψα για το ταξίδι μου από τη Συρία στη Σουηδία», προσθέτει. Τόσο οι γονείς του όσο και ο σχολικός σύμβουλος δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν ότι πράγματι τα είχε καταφέρει μόνος του. «Κανένας δεν με βοήθησει. Εγώ το έγραψα», τους απάντησε ο μικρός.
Η επιστολή του Αχμέντ στον βασιλιά της Σουηδίας:
«Γεια σου βασιλιά Γουσταύε!
Το όνομά μου είναι Αχμέντ και είμαι 12 χρονών. Εχω μητέρα, πατέρα και έναν αδελφό. Ζούσαμε πάντα σε ένα όμορφο σπίτι γεμάτο χαρά στο Χαλέπι της Συρίας. Ο πατέρας μου είχε ένα μεγάλο εργοστάσιο και μαγαζιά με παιδικά ρούχα. Μας αγόραζε πολλά δώρα και παιχνίδια. Οι γονείς μου είχαν αυτοκίνητα και ζούσαμε ευτυχισμένα, μέχρι την έναρξη του πολέμου με τους ήχους των πυραύλων, τους πυροβολισμούς και τον τρόμο. Το εργοστάσιο του πατέρα κάηκε, δεν απέμεινε τίποτα από αυτό και η χαρά που είχαμε άρχισε να χάνεται. Δεν μπορούσα να πάω στο σχολείο πλέον γιατί ο δάσκαλός μας σκοτώθηκε από σφαίρα μπροστά στα μάτια μας... Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνα τα δευτερόλεπτα. Ηταν οι χειρότερες στιγμές μου.
Ο πατέρας μου πήγε στο δωμάτιό του για να πει στη μητέρα μου ότι το εργοστάσιο καιγόταν. Η μητέρα μου βγήκε κλαίγοντας. Τότε ο πατέρας μου αποφάσισε ότι έπρεπε να ταξιδέψουμε για να είμαστε ασφαλείς. Ξεκίνησαν οι χειρότερες ημέρες μου. Νωρίς το πρωί του Σαββάτου πήγαμε στην Τουρκία. Μπήκαμε σε μία τρομακτική φουσκωτή βάρκα. Το νερό και το σκοτάδι ήταν παντού γύρω μου. Ημουν τρομοκρατημένος. Οι άνθρωποι ούρλιαζαν, τα παιδιά έκλαιγαν, ο πατέρας μου χαμογελούσε όλη την ώρα για να προσπαθήσει να ηρεμήσει εμένα και τον αδερφό μου, αλλά η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη από ότι περίμενα. Είπα στον εαυτό μου ''τι θα μας συμβεί; Πού είναι το σπίτι μου; Πού είναι το κρεβάτι και τα παιχνίδια μου;
Φτάσαμε σε ένα νησί. Η αστυνομία μας πήγε σε ένα μέρος που ήταν χειρότερο από την πλαστική βάρκα. Το πλήθος ήταν τεράστιο. Υπήρχε απαίσια δυσωδία. Επρεπε να μείνουμε εκεί μέχρι να μας απελευθερώσει η αστυνομία. Ημασταν χωρίς σπίτι για 15 ημέρες. Εκείνη ήταν η κορύφωση της θλίψης μου, της στεναχώριας μου για την μαμά και τον μπαμπά. Δεν μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα που έκαναν μέχρι τότε για εμάς.
Πάντα έφευγα μακριά για να κλάψω. Δεν ήθελα να με δουν οι γονείς μου, δεν ήθελα να μεγαλώσω τη θλίψη τους. Η μητέρα μου έκλαιγε όπως και εγώ, αφού σιγουρευόταν ότι κανείς δεν την έβλεπε. Αλλά εγώ την έβλεπα. Η καρδιά μου ήταν συντετριμμένη.
Φτάσαμε στη Σουηδία. Μείναμε με τη θεία μου σε ένα μικρό δωμάτιο αντί για το υπέροχο μεγάλο σπίτι μας. Ξυπνάω κάθε πρωί για να δω τον πατέρα μου μπροστά στο παράθυρο, λυπημένο που δεν είχε αρκετά χρήματα για να αγοράσει για εμάς, την οικογένεια, αυτά που επιθυμούμε.
Για αυτό θέλω να συναντηθώ με εσάς, τον βασιλιά. Ελπίζω να σας δω όταν θα φοράω τα καινούρια μου ρούχα, τα οποία έφερα στη Σουηδία για να σας συναντήσω.
Αχμέντ, 12 ετών
Μάλμε
2/2/2016».