Ο διακεκριμένος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale μιλάει στο iefimerida.gr με αφορμή τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις αλλά και τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία του πολύκροτου βιβλίου «Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο».
Ο Στάθης Καλύβας συνέγραψε το βιβλίο μαζί με τον αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Νίκο Μαραντζίδη.
Στο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, οι δύο επιστήμονες επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε 23 συχνές ερωτήσεις σχετικά με τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο τρόπος που απαντούν, όσο πιο αντικειμενικά πιστεύουν πως γίνεται, και μακριά από το αριστερό αφήγημα το οποίο κυριάρχησε μεταπολιτευτικά, έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων, μέχρι και βίαιων.
Πάντως οι απαντήσεις τους -είτε αρέσουν είτε όχι- έχουν φέρει τα «Εμφύλια πάθη» στο Νο 1 ευπώλητων όλων των κατηγοριών στα μεγάλα βιβλιοπωλεία.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την επιτυχία, ζητήσαμε από τον Στάθη Καλύβα να μας δώσει ορισμένες ακόμη απαντήσεις: για την «πρώτη φορά Αριστερά», για τους χειρισμούς του Αλέξη Τσίπρα, για το τι μπορεί να περιμένει η Νέα Δημοκρατία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη...
Πολύ μεγάλο μέρος της παγκόσμιας διανόησης κλίνει ιδεολογικά και πολιτικά προς την Αριστερά. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; Και, από την άλλη, γιατί δεν καθρεφτίζεται ποτέ στα εκλογικά αποτελέσματα; Οχι μόνο της Ελλάδας...
Δυστυχώς, ένα μεγάλο τμήμα των διανοούμενων δεν φημίζεται για το πρακτικό του πνεύμα και ρέπει προς έναν ακατάσχετο ρομαντισμό. Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων έχει να αντιμετωπίσει πρακτικά, καθημερινά προβλήματα. Εξ ου και η αντίθεση αυτή.
Πώς εξηγείτε το φαινόμενο οι δεξιές (και ακροδεξιές) πολιτικές δυνάμεις να ενισχύονται ολοένα και περισσότερο στη σημερινή Ευρώπη, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες αριστερές; Όταν ο κόσμος νιώθει ανασφάλεια κλίνει προς την ακροδεξιά;
Αφενός η Αριστερά έχασε μεγάλο μέρος της απήχησής της μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αφετέρου οι Ευρωπαίοι είναι (αντικειμενικά και συγκριτικά) πλούσιοι. Ο άνθρωπος που φοβάται την οικονομική πτώση θα στραφεί περισσότερο προς την ακροδεξιά, που υπόσχεται την επιστροφή στις παλιές καλές εποχές -αντίθετα από την Αριστερά, που υποσχόταν την οικονομική άνοδο στους φτωχούς.
Η Αριστερά πάντως στην Ελλάδα υπήρξε αγκυλωμένη για χρόνια – το παραδέχονται ακόμα και ορισμένοι ψηφοφόροι της. Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο;
Γιατί βολεύτηκε με την οικονομική επιτυχία και την ιδεολογική αυτοακύρωση των αντιπάλων της. Όσο η Δεξιά και η Κεντροαριστερά παρήγαγαν οικονομική ευημερία και αδιαφορούσαν για τα ιδεολογικά ζητήματα, η Αριστερά μπορούσε να ζει ένα τεμπέλικο όνειρο της εύφορης κοιλάδας. Η κρίση έδωσε πολιτική ώθηση στην Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξε και τη γύμνια της.
Μπορεί, κατά τη γνώμη σας, ο Αλέξης Τσίπρας να μετεξελίξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα;
Αν με τον όρο σοδιαλδημοκρατία εννοούμε την Κεντροαριστερά, αυτό είναι το σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα και το έχει υλοποιήσει σε μεγάλο βαθμό. Με όρους πολιτικής τοποθέτησης, ο ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ το 2012, όπως ακριβώς το ΠΑΣΟΚ είχε πετύχει να υποκαταστήσει την ΕΔΗΚ το 1977. Οι δημοκρατικές χώρες κυβερνώνται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Τσίπρας, που ως καλός πολιτικός ενδιαφέρεται πρωτίστως να μακροημερεύσει στην κυβέρνηση.
Από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ηγεσία της ΝΔ μπορεί να λειτουργήσει ως ένας μεταρρυθμιστικός πόλος για το κόμμα, όπως πολλοί υποστηρίζουν; Και, εν τέλει, θεωρείτε ότι με αυτόν αρχηγό η ΝΔ μπορεί να ξαναγίνει πλειοψηφικό κόμμα το επόμενο διάστημα;
Ναι -για τον ίδιο λόγο που ο Τσίπρας μετακινήθηκε προς το Κέντρο. Το ερώτημα δεν είναι αν θα επανέλθει στην εξουσία η ΝΔ (αυτό είναι μάλλον αυτονόητο), αλλά αν θα επανέλθει με την πρόθεση να κάνει τις αναγκαίες τομές, μερικές από τις οποίες είχε υποσχεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά απεμπόλησε. Κατά τη γνώμη μου, οι δύο πιο αναγκαίες τομές δεν είναι άλλες από την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους και η ανεμπόδιστη λειτουργία της παραγωγής.
Ας πάμε τώρα στα «Εμφύλια Πάθη». Εκεί κάνετε λόγο για μύθους του αριστερού και του δεξιού αφηγήματος στον Εμφύλιο. Ποιοί είναι οι βασικότεροι; Μπορείτε να μας δώσετε μια συνοπτική αποτύπωσή τους;
Oι μύθοι είναι πολλοί, αλλά εκείνο που προξενεί εντύπωση -αν το καλοσκεφθεί κανείς- είναι η μεγάλη συμμετρία των δύο βασικών αφηγημάτων, του «αριστερού» και του «δεξιού». Και τα δύο αφηγήματα περιγράφουν τη σύγκρουση λιγότερο ως εμφύλιο και περισσότερο ως πόλεμο ανάμεσα σε πατριώτες και ξενοκίνητους προδότες («Εαμοβούλγαροι» ή «Γερμανοτσολιάδες»). Και τα δύο αντιμετωπίζουν τον αντίπαλο ως μόνιμα επιτιθέμενο και σταθερά κακόβουλο. Και τα δύο, τέλος, αναπτύσσουν μια έντονη αυτοθυματοποίηση. Συνολικά, πρόκειται για αφηγήματα που κατασκευάζουν έναν μοχθηρό «άλλο» έτσι ώστε να ενισχύσουν τη συνεκτικότητα του «εμείς». Είναι προφανές πως επιστημονική έρευνα στο εσωτερικό των αφηγημάτων αυτών δεν μπορεί να υπάρξει γιατί τα πορίσματα έχουν τεθεί από την αρχή. Αντίθετα, αυτό που εμείς επιδιώξαμε είναι να ξεπεράσουμε τη λογική της «οπαδικής» ανάγνωσης της ιστορικής αυτής περιόδου, αποφεύγοντας ταυτόχρονα και τη λανθασμένη (και βαρετή!) προσέγγιση των ίσων αποστάσεων. Επιδιώξαμε να πάμε εκεί που μας πήγαινε η έρευνά μας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ορισμένοι Ελληνες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, τόσο στην επαρχία όσο και στα αστικά κέντρα. Κατά τη γνώμη σας, πέρα από τον φόβο, μπορεί να είχε και ταξικά ή οικονομικά χαρακτηριστικά αυτή η συνεργασία; Υπάρχει διαφοροποίηση στα αίτια που οδήγησαν σε αυτές τις συνεργασίες ανάμεσα στην επαρχία και στα αστικά κέντρα;
Η μορφή, το περιεχόμενο και η έκταση της συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής διαφοροποιούνται έντονα χρονικά και γεωγραφικά και επομένως το ίδιο συμβαίνει και με τα κίνητρα, που ήταν πολυσύνθετα. Υπάρχουν επομένως όλων των λογιών κίνητρα, από τον πιο ιδιοτελή και ποταπό οπορτουνισμό ως (πολύ πιο σπάνια, είναι η αλήθεια) την πιο τυφλή πίστη στη ναζιστική ιδεολογία. Εκείνο όμως που ίσως αξίζει να τονιστεί είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του φαινομένου στην Ελλάδα: η ένοπλη συνεργασία με τους Γερμανούς αυξήθηκε γεωμετρικά όσο πλησίαζε η αποχώρησή τους, λαμβάνοντας μάλιστα μαζικές διαστάσεις λίγο πριν από την απελευθέρωση. Αυτό σημαίνει πως ένα κυρίαρχο κίνητρό της ήταν η μετακατοχική πολιτική στόχευση. Με άλλα λόγια, τα κίνητρα της συνεργασίας δεν αφορούσαν μόνο την Κατοχή και τους Γερμανούς.
Το ΚΚΕ προπολεμικά ήταν μια πολύ μικρή δύναμη στην Ελλάδα (όπως ήταν και το ΚΚ παγκοσμίως). Πώς κατάφερε να συσπειρώσει τόσο πολύ κόσμο στο ΕΑΜ; Ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν σ' αυτό;
Αρκετοί. Πρώτος και κυριότερος ήταν η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος που δημιούργησε ένα τεράστιο κενό, ιδίως στην επαρχία. Το κενό αυτό κάλυψε αποτελεσματικά το ΚΚΕ, αντλώντας από τη μικρή μεν αλλά εξαιρετικά πειθαρχημένη στελεχιακή του βάση και χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει της οργανωτικής λειτουργίας του σε συνθήκες καταστολής. Η στρατηγική του λαϊκού μετώπου αποδείχθηκε ιδιαίτερα έξυπνη, γιατί συγκάλυψε την κομμουνιστική ταυτότητα πίσω από την ευρύτερη πολιτική φυσιογνωμία του ΕΑΜ, ενώ μετά το 1943 βοήθησε πολύ η αυξανόμενη διεθνής αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κατοχής παρήγαγαν ριζοσπαστικοποίηση και πόλωση που το ευνόησαν. Συνολικά, από τη στιγμή που το ΕΑΜ απέκτησε τον έλεγχο του 70% περίπου του εδάφους της χώρας, αναγκαστικά όσοι ζούσαν εκεί τάχθηκαν μαζί του, είτε πίστευαν σ’ αυτό είτε όχι, είτε το ήθελαν είτε όχι. Για να το πω διαφορετικά, το ΕΑΜ είχε γίνει κράτος και ένα μεγάλο τμήμα της ισχύος του προερχόταν από την εξουσία που ασκούσε. Τέλος, ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της επικράτησης του ΚΚΕ στη Κατοχή υπήρξε και η ικανότητά του να διαλύσει ή να υποτάξει τις ανταγωνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις.
Λέτε πάντως ότι το ΕΑΜ πέτυχε τελικά ασήμαντες νίκες κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Πιστεύετε ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην είχε σχηματιστεί ποτέ;
Όπως γράφουμε, η συμβολική και ηθική διάσταση της αντίστασης είναι μεγάλη και είναι ανεξάρτητη από τη στρατιωτική της συμβολή, που ήταν μικρότερη. Για να το πω διαφορετικά, θα ήταν λάθος να κριθεί η αντίσταση με βάση μόνο τη στρατιωτική της αποτελεσματικότητα. Εκείνο που παραμένει θλιβερό είναι πως η αντίσταση στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα δύο φαινόμενα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα.
Αναφέρετε ότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) στελεχώθηκε κυρίως από κατώτατου μορφωτικού επιπέδου ανθρώπους. Μόνο αυτοί πολέμησαν λοιπόν στο βουνό; Η διανόηση τελικά παρέμεινε εκτός μάχης; Και τι έγινε με τις εύπορες τάξεις των Ελλήνων;
Οι μαχητές του ΔΣΕ (και όχι τόσο τα στελέχη του) ήταν κυρίως αγρότες. Ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής Αριστεράς προερχόμενο από τις πόλεις και με μεγαλύτερη μόρφωση έμεινε εκτός ΔΣΕ. Είτε βρέθηκε σε φυλακές και εξορίες, είτε ιδιώτευσε, είτε τέλος πολέμησε μέσα από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό.
Πώς προέκυψαν οι συγκρούσεις μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων (Απρίλιος '43 – καλοκαίρι '44) κατά τη διάρκεια του πολέμου; Ήταν ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών; Ήταν μια προσπάθεια εκκαθάρισης των πολιτικών αντιπάλων της Αριστεράς;
Οι πρώτες αυτές εμφύλιες συγκρούσεις αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της περιόδου, με τεράστιες πολιτικές συνέπειες, καθώς μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις πολιτικές επιλογές που ακολούθησαν. Προφανώς υπήρχε μεγάλη καχυποψία και αντιπάθεια ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τις μη κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις που προερχόταν από την εμπειρία της μεσοπολεμικής περιόδου. Γεγονός όμως είναι πως οι συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τις υπόλοιπες οργανώσεις ξεσπούν την ίδια περίοδο σε ολόκληρη τη χώρα, ακολουθούν την ίδια μεθόδευση και καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την εκμηδένιση των αντιπάλων του ΕΛΑΣ είτε διαμέσου της βίαιης καθυπόταξης (με συχνές εκτελέσεις), είτε διαμέσου της υποταγής. Σ’ αυτό το αποτέλεσμα έπαιξε σπουδαίο ρόλο το γεγονός πως ο ΕΛΑΣ μπορούσε να λειτουργεί κεντρικά, ενώ, αντίθετα, οι αντίπαλοί του ήταν πολυδιασπασμένοι σε δεκάδες μικρότερες οργανώσεις με τοπική μόνο εμβέλεια.
Το ΚΚΕ θεωρείτε πως τελικά επέλεξε την εμφυλιακή σύγκρουση ή σύρθηκε σε αυτή;
Όπως και κάθε άλλη πολιτική οργάνωση που επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας, το ΚΚΕ θα προτιμούσε να είχε αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση. Δεν ήταν όμως διατεθειμένο να την απεμπολήσει, αν αυτό ήταν αναγκαίο.
Πώς φανταζόσαστε πως θα ήταν σήμερα η Ελλάδα αν είχε επικρατήσει η άλλη πλευρά;
Δεν χωρά καμιά αμφιβολία πως η Ελλάδα θα ακολουθούσε το μοντέλο των υπόλοιπων «λαϊκών δημοκρατιών». Οι περιοχές μάλιστα που κυβέρνησε το ΕΑΜ από την απελευθέρωση ως, σε αρκετές περιπτώσεις, την άνοιξη του 1945 (η λεγόμενη «εαμοκρατία») αποτελούν ένα ιδιότυπο σοβιετικό πείραμα: μονοκομματικό καθεστώς, σοβιετικά σύμβολα, συνεχής κινητοποίηση του πληθυσμού, απόλυτη καταστολή των πολιτικών αντιπάλων.
Γιατί δεν συμμετείχε το ΚΚΕ στις εκλογές του 1946; Αν στόχος ήταν κάποια στιγμή να κυριαρχήσει στην Ελλάδα, αυτό πώς θα το κατάφερνε; Ή μήπως δεν το ενδιέφερε τελικά να κυβερνήσει;
Όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες, το ΚΚΕ την περίοδο εκείνη δεν μπορούσε να ελπίζει σε ένα ευνοϊκό εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς είχε απολέσει ένα μεγάλο μέρος της στήριξης που διέθετε, ιδίως λόγω των Δεκεμβριανών αλλά και ως συνέπεια της διάλυσης της εξουσίας του που ακολούθησε και της καταστολής που υπέστη. Η επιλογή του ήταν είτε να συμμετάσχει στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι ως ένα ισχυρό κόμμα της αντιπολίτευσης, όπως έκαναν οι Γάλλοι και Ιταλοί κομμουνιστές, είτε να επιδιώξει μια νέα σύγκρουση. Επέλεξε, όπως γνωρίζουμε, τον δεύτερο δρόμο, γιατί θεώρησε τότε πως είχε πιθανότητες επικράτησης. Πώς έφθασε στην αντίληψη αυτή; Όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες που βασίζονται στα αρχεία των χωρών του Σοβιετικού Μπλοκ, η απόφαση αυτή του ΚΚΕ βασίστηκε στη διαβεβαίωση που έλαβε σε επίπεδο κορυφής πως θα στηριζόταν στρατιωτικά με αποφασιστικό τρόπο από τις σύμμαχές του χώρες.
Πολλά παιδιά στην επαρχία έμειναν ορφανά μετά το τέλος του πολέμου και του Εμφυλίου. Αρκετά από αυτά φυγαδεύτηκαν σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ – το λεγόμενο «παιδομάζωμα». Πιστεύετε ότι αυτό έγινε για ανθρωπιστικούς ή για πολιτικούς-κομματικούς λόγους; Και αν δεν είχε γίνει ποτέ το «παιδομάζωμα», τα παιδιά αυτά τι μέλλον μπορεί να είχαν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα;
Η βασική λογική ήταν πολιτική: από τη δημιουργία στρατιωτικών και κομματικών εφεδρειών για έναν στρατό που είχε σοβαρότατο πρόβλημα στελέχωσης, ως την επιδίωξη ελέγχου των πληθυσμών απ' όπου προέρχονταν τα παιδιά αυτά (καθώς τα περισσότερα παιδιά που φυγαδεύτηκαν δεν ήταν ορφανά και αρκετές φορές η μετακίνησή τους έγινε ενάντια στη θέληση των οικογενειών τους). Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς θα εξελισσόταν ατομικά η πορεία του καθενός από αυτά τα παιδιά αν δεν είχαν μετακινηθεί, αλλά συλλογικά δεν θα διέφερε από την πορεία που είχαν οι υπόλοιποι συνομήλικοί τους. Συνολικά, η γενιά εκείνων που γεννήθηκαν μεταξύ 1920 και 1935 είχε μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, αλλά έζησε μια καλή ζωή συνολικά.
Μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο παρατηρήθηκε μια μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών προς τις πόλεις. Πολλά χωριά σχεδόν άδειασαν. Αν δεν είχε γίνει ο Εμφύλιος, η ελληνική επαρχία σήμερα θα μπορούσε να είναι πιο ανεπτυγμένη;
Όχι. Η αστικοποίηση υπήρξε (και εξακολουθεί να είναι) αναπόφευκτο στοιχείο του οικονομικού εκσυγχρονισμού και θα συνέβαινε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Όταν δοθεί η δυνατότητα στους ανθρώπους, αναζητούν τις ευκαιρίες και αυτές τις προσφέρουν ιδίως οι πόλεις, γιατί συγκεντρώνουν την οικονομική δραστηριότητα.
Τελικά, όταν προκύπτει εθνικός διχασμός, αυτό οφείλεται σε σύγκρουση συμφερόντων ή σε σύγκρουση ψευδαισθήσεων;
Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς με ακρίβεια το πού ακριβώς τελειώνει η αίσθηση του συμφέροντος και πού ξεκινάει η ψευδαίσθησή του. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως εκ των υστέρων οι άνθρωποι γενικά μετανιώνουμε για τις συγκρουσιακές μας επιλογές (όπως, θα τολμούσε να πει κανείς, συμβαίνει και στην προσωπική μας ζωή). Γνωρίζουμε επίσης πως από τη στιγμή που ξεκινά μια σύγκρουση, δύσκολα αναχαιτίζεται, καθώς δημιουργεί τις συνθήκες αναπαραγωγής της, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που οδήγησαν στην έκρηξή της.
Τέλος, εσείς και ο συνεργάτης σας, κ. Νίκος Μαραντζίδης, έχετε κατηγορηθεί πολύ για τα άρθρα που δημοσιεύετε τα τελευταία χρόνια. Έχετε δεχθεί από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, όπως «καθηγητές του τίποτα», μέχρι και σωματικές επιθέσεις. Παρ' όλα αυτά, τα «Εμφύλια πάθη» είναι πρώτα σε πωλήσεις στην κατηγορία non fiction. Αισθάνεστε δικαίωση γι' αυτό; Αισθάνεστε ότι το βιβλίο σας προσελκύει το ευρύ κοινό, όπως ήταν και ο στόχος σας εξαρχής;
Προφανώς, η εξαιρετική υποδοχή του βιβλίου μάς χαροποιεί. Από την αρχή γνωρίζαμε πως η προσέγγισή μας θα προκαλούσε αντιδράσεις, καθώς αποδομούσε κάποιους μεγάλους μύθους της Μεταπολίτευσης, αν και δεν φανταζόμασταν την ένταση και τη χυδαιότητα που θα λάμβαναν. Όμως, κανείς μαθαίνει να αγνοεί τα φαινόμενα και να γελάει μαζί τους. Είναι εξίσου προφανές πως μέτρο της ποιότητας ενός βιβλίου δεν μπορεί να είναι μόνο η εμπορική του επιτυχία. Από την αρχή πορευτήκαμε με γνώμονα την επιστημονική εντιμότητα και ποιότητα, πράγμα που αντανακλάται στις διεθνείς μας επιστημονικές δημοσιεύσεις και το επιστημονικό μας κύρος γενικότερα. Από την άλλη, όμως, ο Εμφύλιος παραμένει ένα ιστορικό θέμα με ευρύτερο ενδιαφέρον για την ελληνική κοινωνία και η πρόκληση ήταν να αποδώσει κανείς την ουσία των επιστημονικών πορισμάτων με άμεσο και γλαφυρό τρόπο. Βέβαια, η έρευνα ποτέ δεν σταματάει και έχουμε ακόμη αρκετά πράγματα στα σκαριά.